19 Φεβ 2019

20190216 αίπος




σαν χαρακιά διασχίζει ο δρόμος το βραχώδες οροπέδιο του αίπους. σταματήσαμε στο φλώρι, μπήκαμε στον κακοτράχαλο χωματόδρομο και αφήσαμε το αυτοκίνητο δίπλα στην περίφραξη της εκκλησίας. είναι συννεφιά εδώ πάνω και φυσάει κρύος βοριάς, οδηγός μας ο νίκος, που από παιδί ανεβαίνει στο αίπος· εδώ είναι ο τόπος του. στο βάθος διάσπαρτες επιβλητικές, αιωνόβιες βελανιδιές, θεωρούνταν ιερά δέντρα και μάλλον γι αυτό κατάφεραν να επιβιώσουν σ' αυτό το γυμνό τοπίο. «είναι εξήντα τρεις», «που το ξέρεις;» «τις έχω μετρήσει, πρίνους τις λέμε στο βρονάδο». περπατούμε ανάμεσα τους, πιο πάνω λίγα καμένα από τους κερανούς πεύκα· τίποτα άλλο, μερικά πρόβατα και μακριά στην απέναντι πλαγιά δύο αγελάδες. φτάνουμε σε μια μικρή σπηλιά, εδώ βρίσκουν απάγκιο τα κατσίκια. ο νίκος λέει μια ιστορία από τον εμφύλιο για αντάρτες που κρύφτηκαν εδώ, στο χαμόσπιτο, έτσι την ονομάζουν. μια τρύπα στο βάθος φέρνει φως έτσι ο κλειστός χώρος αποκτά υπόσταση.




επιστρέφουμε ο νίκος μας μιλά χαμηλόφωνα για το αίπος· από την αρχαία εποχή, τον όμηρο και τον βασιλιά ανήλιο, τους σκλάβους που στοίβαζαν τις πέτρες σε σορούς, τους αδιάλυπτους αιώνες που η ζωή δεν σταμάτησε ποτέ εδώ πάνω. συνεχίζουμε, από το δεκαοκτώ πέρνουμε το χωματόδρομο για ανάβατο, το αυτοκίνητο χτυπιέται στις πέτρες, σταματούμε στην εγγίσα, «εγγίς αναβάτου». άδειες οι στάνες, τα περισσότερα ζώα ξεχειμωνιάζουν νότια, «θα επιστρέψουν σε κάνα μήνα, το σπίτι το έχει ο πέτρος, έρχεται το απόγευμα και ταϊζει τα ζώα που είναι σκόρπια τριγύρα, ξέρουν την ώρα του και έρχονται». περπατούμε στη μονοτονία της πέτρας, αν ένα μέρος δεν το γνωρίζεις όλα σου μοιάζουν ίδια· τι είναι το αίπος για τους περισσότερους; το σημείο μηδέν, το τίποτα, κενός χώρος, βοσκότοπος, οι άνθρωποι το διασχίζουν από τον κεντρικό δρόμο για να πάνε στα χωριά ή να κατέβουν στην πόλη. όμως αν σταματήσεις περπατήσεις, αν επίμονα σταθείς και αφεθείς να συντονιστείς με το μέρος, σιγά σιγά σπας τη μονοτονία. ανακαλύπτεις τη γεωγραφία του, η μια πέτρα σε οδηγεί στην άλλη, ο ένας βράχος στον παραπέρα· βλέπεις, ακούς, αγγίζεις, μυρίζεις, ρωτάς, διαβάζεις, μιλάς, στοχάζεσαι και έτσι ο τόπος αποκαλύπτεται· ο κάθε τόπος. το αίπος είναι χαμηλόφωνο, κυριαρχεί η πέτρα, αυτή είναι η ιδιαίτερη ομορφιά του, η επίμονη δωρικότητα του.




ο νίκος βαδίζει μπροστά, περπατά όπως τους βοσκούς, σταθερά και ανάλαφρα, σαν να μην πατά στη γη, εμείς σκουντουφλούμε, χτυπούμε τις πέτρες, περπατούμε άτσαλα και κουραστικά. «τα ξέρετε τούτα δω; είναι φλώμοι, έχουν ένα τοξικό γαλάκτωμα, παλιά το χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες για να βγάζουν τα χταπόδια από τη φωλιά τους. βγαίνει κι ένα χόρτο εδώ, σκουλούμπρι λέγεται, αλλά όχι ακόμα σε κάνα μήνα, πολύ ωραίο». μας μιλά για τον βοσκό που ζούσε εδώ, και που του έλεγε ιστορίες που ήξερε από τους περασμένους και θεωρούσε ότι κρατούσαν από τον όμηρο. τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αλλάξει πολλά στη ζωή της υπαίθρου, «βλέπεται αυτές τις πέτρες, ήταν ξεροτρόχαλα, ξεροληθιές στις πεζούλες σπέρνανε σιτάρι, κριθάρι, αυτές εκεί είχαν κλήματα». ξετυλίγοντας το μήτο ενός τόπου όλα αποκτούν υπόσταση, αποκαλύπτονται οι συνάψεις και το παρελθόν δεν είναι κάτι παλιό και νεκρό, το βλέπεις να προβάλλεται γύρω σου. η ζωή αλλάζει και μέσα στη φούρια μας μπορεί να ξεχνούμε τη μνήμη και την ιστορία τόπων και ανθρώπων. όμως για να γίνουμε αυτό που είμαστε χρειάζεται να συνδεθούμε με αυτό που έτσι κι αλλιώς υπάρχει και να το εμπλουτίσουμε.




επιστρέψαμε στο αυτοκίνητο, «το καλοκαίρι μου αρέσει περισσότερο εδώ πάνω γιατί όλη αυτή η χαμηλή βλάστηση έχει ξεραθεί και η δύναμη της πέτρας είναι ακόμα πιο έντονη».