31 Δεκ 2013

20131230 στο γηροκομείο

πήγα την προηγούμενη εβδομάδα αλλά δεν τον βρήκα, ήταν στο νοσοκομείο με κάποιο αναπνευστικό πρόβλημα. σήμερα όμως ήταν εκεί. με οδήγησαν στο δωμάτιο του· διασχίσαμε την κουζίνα και δύο μεγάλους διαδρόμους. καθαροί χώροι, αλλά κενοί, παγωμένη ησυχία, ο θαμπός ήλιος χτυπούσε στα παγωμένα μωσαϊκά. δυο διπλανά δωμάτια ήταν ανοικτά, η ίδια εικόνα· ένα αδύναμο σώμα κουβαριασμένο στο κρεβάτι. «πόσοι μένουν εδώ;» «καμιά τριανταριά, φέτος πεθάναν αρκετοί».

ανοίξαμε την πόρτα του, σκοτάδι, το παράθυρο ήταν κλειστό, κοιμόταν, σιγά σιγά ξύπνησε, άναψα το φως. ένα μεγάλο άδειο δωμάτιο· κρεβάτι, κομοδίνο, τραπέζι. ήταν σκεπασμένος με ένα λεπτό πάπλωμα, η ίδια παγωμάρα. προσπάθησε να ανασηκωθεί. ένα πιάτο μισοφαγωμένα μακαρόνια στο τραπέζι, ένα άδειο τασάκι στο κομοδίνο.


μιλούσε συνέχεια, η φωνή του έβγαινε σβησμένη από τα κουρασμένα του πνευμόνια. το πρόσωπο του αδύναμο. «δε σε ξυρίζουν;» «έρκεται κουρέας, αλλά με πετσοκόβγει, την τελευταία φορά, ε ξυρίστηκα.» τα λέει ανακατωμένα, δεν τα καταλαβαίνω όλα. «αφτόν οκτώβρη είμαι εδώ, μούπανε στο χωριό πίενε δυό τρεις μέρες να δεις πως είναι και έλα πίσω. έμπορω να φύω. θα φύω όμως, θα μείνω στα αρμόλια, όχι στην καλαμωτή. το ρεύμα, το χαράτσι τάχω πλερώσει, σε καέναν ε χρωστώ, θέλαν να με βγάλουν αφτό σπίτι, εν ήβρα άλλο. οι συγγενείς μου, οι πιότεροι πεθάνανε, ο ανιψιός μου είναι στα καρδάμυλα, ήρτενε προχτές».

μου λέει να δω τα χαρτιά του· ακουμπισμένο στο κομοδίνο, ένα στρατιωτικό βιβλιάριο, η ταυτότητα, το εκλογικό βιβλιάριο, το εξιτήριο από το νοσοκομείο και μια απόδειξη από το γηροκομείο για τα χρήματα που του κρατούν για να μην χαθούν. γεννήθηκε το εικοσιοκτώ στον άγιο γιώργη, «πότε ήρτες στην καλαμωτή;» «πριν το πενήντα, το σαρανταεφτά; στο στρατό πέρασα καλά, παρουσιάστηκα στο ηράκλειο, ήμουνε σε λόχο ανεπιθυμήτων, με πήγαν στη μακρόνησο, αλλά ήμουν στο σιδηρουργείο, πέρναγα καλά, δεν ήθελα να φύγω. εικοσιεφτά μήνες είκαμα φαντάρος. μετά επήγα στην αθήνα.

του δίνω τα τσιγάρα που του έφερα. «σ’αφήνουν να καπνίζεις;» «ε μπάνε στο διάολο, ήταν ένας άλλος δίπλα, συνέχεια κοιμούντανε, ε μ’αφήνανε να καπνίζω στο δωμάτιο, τον επήανε πάνω, σε πέντε μέρες πέθανε.» κοιτάζω το χαρτί του νοσοκομείου: «συνίστατε η αποφυγή του καπνίσματος». «με πήανε στα ταμπάκικα (στο νοσοκομείο) ήταν πολύ ωραία, ζέστη στο δωμάτιο, καλό φαγητό, κόσμος, νοσοκόμες. εδώ μας έχουν σαν παιδάκια, σα να μην είμαστε αθρώποι, έναν παντικό καλύτερα τον έχουν».

μπαίνει κάποιος, αφήνει ένα μισογεμάτο κουτί φοινίκια, «κράτησε τα, εγώ έχω ζάχαρο». δεν πολυκαταλαβαίνει τι είναι, τρώει όμως ένα. «ήρτενε κι ο πως το λένε, ο περιφερειάρχης. πε του παπά να μου στείλει ένα απ’ αυτά τα βιβλιαράκια, τα ημερολόγια και να μου ανάψει ένα κερί στην αγιά παρασκευή, γιατί θαρώ πως πολύ με βοήθησε».


«κλείσε την πόρτα».

1 σχόλιο:

γεράσιμος μπερεκέτης είπε...

Δεν ξέρω τι να σου ευχηθώ...

Να 'σαι καλά ως λογοτἐχνης ...;
Να 'σαι καλά καλέ μου άνθρωπε ...;