μικρή στενή πολυκατοικία του πενήντα. η γιατρός βγήκε φουριόζα, "ποιός έχει σειρά;", πέρασε ο άνθρωπος που ήταν πριν από μένα. για δυο τρία λεπτά έμεινα μόνος. το σαλόνι των δυο δωματίων καθαρό, ψυχρό, παλιό, είχε τα απαραίτητα, καναπέδες, καρέκλες, πίνακες, παλιά φωτιστικά, κουρτίνες, χαλιά. τίποτα δεν κρατούσε το βλέμμα ούτε για θετική ούτε για αρνητική εντύπωση.
μπήκε ένα ζευγάρι γύρω στα σαράντα(;) κάθησαν στον άλλο καναπέ του δωματίου, πολύ κοντά μου. κοίταξαν γρήγορα το χώρο, ο άντρας έπιασε κουβέντα κατευθείαν. "κρύωμα και συ; ένας φίλος δεν είχε τίποτα και είναι στην εντατική, δέκα μέρες σε κώμα. η γιατρός καλή, έχεις ξανάρθει; και μεις πρώτη φορά, μένουμε κοντά. αλλά είναι μεγάλη σε ηλικία; καταλαβαίνεις, αν είναι μεγάλη θα έχει πείρα. τους κρατάει πολύ ώρα;"
ξανακοιτάζουν το χώρο, η γυναίκα κάτι του λέει και γελάει "εντάξει πως ήθελες να είναι; ένα ιατρείο είναι. ψιλοτάβανο, παλιό, αυτά τα σπίτια δε ζεσταίνονται με τίποτα. έμενα σε τέτοιο σπίτι παλιά, είχα καλοριφέρ, ερκοντίσιον και σόμπα."
ήρθε η σειρά μου, μπήκα. βγαίνοντας κατευθύνθηκα προς την έξοδο, σηκώθηκαν, διασταυρώθηκε το βλέμμα μας, αμέσως με κοίταξε με αγωνία και με μια κίνηση του κεφαλιού ζήτησε να μάθει αν ήταν καλή η γιατρός.
του το επιβεβαίωσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου