είχα μαζί μου μερικές παλιές δισκέτες (floppy) και χθες βρήκα τρόπο να τις αντιγράψω. παλιά αρχεία χωρίς πια σημασία τα περισσότερ, ανάμεσα τους όμως βρήκα και ένα κείμενο για ένα ταξίδι που είχα κάνει τον μάιο του 1996. αν θυμάμαι καλά ήταν το πρώτο μεγάλο κείμενο που έγραψα. ήταν να δημοσιευτεί στο περιοδικό κλικ που εκείνη την εποχή (1998) σε κάθε τεύχος δημοσίευε και ένα ταξιδιωτικό θέμα. δεν πρόλαβε όμως γιατί σύντομα άλλαξε ύφος. τελικά ξεχάστηκε σε μια δισκέτα, άλλαξε η τεχνολογία και να τώρα που το βρήκα. πιθανόν να μην είναι το τελικό κείμενο.
κάποια στιγμή θα προσθέσω και φωτογραφίες
δεν ξέρω αν κανείς έχει την υπομονή να το διαβάσει..
InterRail
Ο γύρος
της Ευρώπης σε 30 μέρες
Με εκατόν
δεκαπέντε χιλιάδες στον ΟΣΕ για το εισιτήριο και άλλες τόσες μαζί σου, φεύγεις
ένα μήνα με τα τρένα στην Ευρώπη. Φυσικά, πρέπει να σου αρέσουν τα ταξίδια με
τρένο και δεν πρέπει να έχεις πολλές απαιτήσεις για ύπνο και φαγητό αν θέλεις
να σε φτάσουν τα χρήματα. Θα ταξιδέψεις με πολύ γρήγορα και καθαρά τρένα και με
πολύ αργά και βρώμικα. Θα γνωρίσεις καινούργιους τόπους, και ανθρώπους, το μυαλό σου θα γεμίσει
γεωγραφία και ίσως σκεφτείς πόσο μικρός και απέραντος είναι ο κόσμος.
Το πλοίο ήταν σχεδόν άδειο εκτός από καμιά εκατοστή
μαυρισμένους τουρίστες που επέστρεφαν. Γέμισε όμως το πρωί στην Ηγουμενίτσα και
την Κέρκυρα από γκρουπ ηλικιωμένων Βοριοευρωπαίων, που επέστρεφαν, αυτούς που
αναζητούν αγχωμένα οι διαφημίσεις του ΕΟΤ και οι ξενοδόχοι της χώρας - υψηλής ποιότητας
τουρισμός. Όλο το μεσημέρι αυτάρεσκα απολάμβαναν τον τελευταίο ήλιο της
Μεσογείου.
Στο Μπρίντιζι η
πρώτη καλή εντύπωση ήταν τα ωραία παπούτσια στις βιτρίνες και κυρίως τα πολύ
όμορφα παγωτά. Φτάνοντας στο Μπάρι μύριζε έντονα και άσχημα πυρηνέλαιο ή κάτι
τέτοιο. Το τρένο για Ρώμη έφευγε λίγο μετά τα μεσάνυχτα και ήταν το τελευταίο
της ημέρας, επειδή όμως ήταν εύκολο να μπερδευτούμε, μπερδευτήκαμε και το
χάσαμε. Ήμασταν κουρασμένοι, αλλά τα σκληρά μεταλλικά παγκάκια της αίθουσας
αναμονής ήταν γεμάτα από άστεγους και ο χώρος μύριζε άσχημα. Έτσι, βγήκαμε έξω στα
παγκάκια της πλατφόρμας, δεν ήταν και ότι καλύτερο μπορούσε να μας συμβεί για
πρώτη νύχτα. Ταξιδεύοντας για τη Foggia, βορειότερα και ενώ ερχόταν η μέρα
κοιμηθήκαμε λίγο...
Στη Νάπολη
ψιλόβρεχε. Υγροί δρόμοι, γεμάτοι αυτοκίνητα και πολύ φασαρία. Λίγο πιο πέρα από
το σταθμό, στενά σοκάκια με ψηλά παλιά σπίτια, φτωχογειτονιές. Ανοιχτά
παράθυρα, γυναίκες που μαγείρευαν, γέροι ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, παιδικά
κλάματα, κουβέντες, γέλια. Οικογένειες στριμωγμένες σ' ένα δωμάτιο, εξέθεταν
στο δρόμο τη χαρά και τη μιζέρια τους. Δίπλα στις πόρτες μικρά εικονοστάσια
θύμιζαν αυτούς που έφυγαν. Μπερδεμένη πόλη, τσαλακωμένη, εύκολα βλέπεις τα
βάσανα της. Πήγαμε στην Πομπηία, λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα. Στον αρχαιολογικό
χώρο σιγά σιγά ανακαλύπταμε μια τεράστια αρχαία πόλη σε πολύ καλή κατάσταση και
απολιθωμένους ανθρώπους με τον τρόμο του θανάτου στα πρόσωπα τους. Όμορφος και
ήσυχος τόπος, γεμάτος λεμονιές.
Γυρίσαμε στη
Νάπολη και φύγαμε για Ρώμη όπου κοιμηθήκαμε σ' ένα ακριβό και κακό hostel κοντά
στο σταθμό. Το πρωί πού να πρωτοπάμε... στο Κολοσσαίο, το βρήκαμε αρκετά
εύκολα. Μέσα σε κυκλώνουν οι όγκοι του φθαρμένου μαρμάρου και το βαρύ φορτίο
της ματωμένης ιστορίας του.
Είναι τουλάχιστον παράξενο το
αυτονόητο των τουριστικών αξιοθέατων που φυσικά δεν πάμε να θυμηθούμε, ή να
μάθουμε. Πάμε σε τόπους κατοχυρωμένους σαν σταρ του παρελθόντος, για να τους
κατακτήσουμε ανώδυνα, για να θαυμάσουμε τον εαυτό μας παρόν στο μεγάλο ταξίδι
της ιστορίας. Ακόμη κι αν δε φωτογραφηθούμε χαμογελαστοί στα ερείπια
αισθανόμαστε τη μοναδικότητα της στιγμής. Θαυμάζοντας, χαριεντιζόμενοι στο παιχνίδι του τουρισμού, νομίζουμε ότι
τοποθετούμαστε στην ενεργητική φωνή του κόσμου μας, τόσο του ιδιωτικού όσο και
του δημόσιου, αδιαφορώντας φυσικά και για τον τόπο και για την ιστορία και για
τις μνήμες που κουβαλούν οι πέτρες. Φτιάχνουμε ανώδυνες αναμνήσεις για τους
χειμώνες της εσωτερικής μας μοναξιάς, για όλα αυτά που δε θα αντέξουμε να
μετρηθούμε, για όλα αυτά που σκόπιμα θα προσπεράσουμε· για όλα αυτά που θα μας
βασανίζουν στα όνειρα μας, για τα αυτονόητα που θα πιστέψουμε, για την αγάπη
που δεν θα δώσουμε χωρίς αντάλλαγμα. Πρέπει να μείνουμε ατσαλάκωτοι ως το τέλος
και ακίνδυνοι χωρίς να συνειδητοποιήσουμε ούτε το σώμα μας ούτε το πνεύμα μας,
γιατί τη στιγμή που θα συμβεί κάτι τέτοιο, είμαστε πολύ καλά εξοπλισμένοι για
να μην συμβεί, θα συνθλιβούμε αμέσως από τη βαρύτητα του μεγαλείου μας. (όπα, όπα, φτάνει, φτάνει!)
Βγήκαμε στον Τίβερη, τριγυρίζαμε στα στενά, παντού
πολύς κόσμος αλλά εκεί που γινόταν μεγάλο πανηγύρι ήταν στον Άγιο Πέτρο και στη Fontana di
Trevi. Μετά από αρκετές ώρες πεζοπορίας, κουρασμένοι φτάσαμε
στο σταθμό.
Αφού σταματήσαμε
λίγο στην Πίζα και ησυχάσαμε στην γλυκιά ηρεμία της, που τη φώτιζε
μια παράλογα μεγάλη πανσέληνος, τα μεσάνυχτα φτάσαμε στη Φλωρεντία, πεινούσαμε
και διψούσαμε. Το νερό που αγοράσαμε πανάκριβα από την καντίνα ήταν ανθρακούχο
και με άδειο στομάχι ρευόμασταν συνέχεια. Στους δρόμους χύμα νέοι, συζητούσαν,
έτρωγαν παγωτά, γελούσαν και πήγαιναν πάνω κάτω με τις βέσπες τους. Καθίσαμε σ'
ένα πεζούλι και φάγαμε την τελευταία κονσέρβα τόνου που είχαμε. Με μια κοπέλα
από τη Λιθουανία περπατήσαμε στο ποτάμι. Πάνω από μια γέφυρα ήταν χτισμένα
σπίτια-κάστρα που έμεναν άνθρωποι.
Τα πόδια μου
είχαν αρχίσει να πρήζονται, περπατούσα με δυσκολία. Μέσα από τα σοκάκια
επιστρέψαμε στο σταθμό, θα ήταν γύρω στις τέσσερις, καμιά εικοσαριά νεαροί περίμεναν
να ανοίξει, μάλλον είχαν έρθει για διασκέδαση, ήταν Σάββατο βράδυ. Έκανε κρύο,
φυσικά και σ' αυτή την όμορφη πόλη υπήρχαν άστεγοι, σε λίγο άνοιξαν οι πόρτες
και μπήκαμε όλοι μέσα. Φύγαμε για Βενετία, την κοπέλα την πείσαμε να πάει στην
Πίζα.
Μόλις βγήκε το
πρώτο φως, μισοκοιμισμένος και σαν σε όνειρο έβλεπα από το παράθυρο να
προσπερνούν οι υπέροχοι, καταπράσινοι λόφοι της Τοσκάνης. Η σκηνή κράτησε
ένα-δυό λεπτά και ούτε τη μηχανή πρόλαβα να σηκώσω. Σε λίγο το τοπίο έγινε
βιομηχανικό, εργοστάσια, καμινάδες, εργατικές πολυκατοικίες. Περνώντας από τη
Βενετία, όπου μείναμε πολύ λίγο γιατί με πονούσαν τα πόδια μου και το Μιλάνο
και αφού διασχίσαμε πολλές γνωστές και άγνωστες Γαλλικές λουτροπόλεις το βράδυ
φτάσαμε στις Κάννες, για την ακρίβεια 3-4 χιλιόμετρα μετά, σε μια ερημιά γιατί
κοιμόμασταν και ξεχαστήκαμε. Ησυχία, αμμουδιά, φοίνικες και πίσω κλειστά
ξενοδοχεία. Ο σταθμός ήταν πιο πάνω αλλά κλειστός. Νυστάζαμε και για να περάσει
η ώρα ψάξαμε για το μέγαρο του φεστιβάλ,.το βρήκαμε
εύκολα, όμως μόνο ένα πανό θύμιζε ότι σε λίγες μέρες ανοίγει.
Το πρωί ήμασταν
στη Μασσαλία, στην προκυμαία αραγμένα ψαροκάικα και οι γυναίκες των ψαράδων
μπρατσωμένες και αγέρωχες διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. Συνεχίσαμε
νοτιοδυτικά, Montpellier, Port Bou, Ισπανία. Όμορφες βραχώδεις ακτές,
καταπράσινα βουνά και κάτι παράξενες καλλιέργειες-φυτώρια διαφόρων δέντρων. Το
βράδυ φτάσαμε στη Βαρκελώνη. Μετά από αρκετή περιπλάνηση και νεύρα στο El Masnou, ένα παραλιακό
προάστιο κοιμηθήκαμε σε ένα υπέροχο hostel-βίλλα. Το πρωί στον κήπο, τα ψηλά
δέντρα κύκλωναν το παλιό αρχοντικό και οι σταγόνες της βροχής τάραζαν τα νερά
της μικρής λίμνης, χαρούμενοι γυρίσαμε στη Βαρκελώνη.
Προχωρούσαμε προς
το κέντρο της πόλης. Μετά από λίγο ψάξιμο βρήκαμε το περίφημο κτίριο Μιλά του Γκαουντί,
δυστυχώς όμως ο χώρος του μουσείου ήταν κλειστός, κρίμα, είχε έκθεση για τα 100
χρόνια της Ισπανικής φωτογραφίας. Συνεχίσαμε προς τη θάλασσα, φτάσαμε στην Placa de Catalunya, ένα μεγάλο
σιντριβάνι και τριγύρω στη χλόη ξαπλωμένοι πολλοί νέοι, κυρίως φοιτητές. Από
την πλατεία η κίνηση οδηγούσε σ' ένα πεζόδρομο παραπέρα, στη La Rambla όπου γινόταν
πανικός από τουρίστες, καταστήματα, petshops, καλλιτέχνες
του δρόμου. Πρέπει να ήμασταν στο κέντρο της παλιάς πόλης, στον πεζόδρομο, καλλιτέχνες
του δρόμου, ζωγράφοι, μουσικοί, ηθοποιοί· οι τουρίστες σαν τουρίστες έπιαναν
απ' τα μαλλιά τις αναμνήσεις τους. Στο τέλος της la Rambla ήταν η θάλασσα. Μια
τεράστια ξύλινη πλατφόρμα, προέκτεινε την προκυμαία και μέσα από κομψές ξύλινες γέφυρες περνούσες
απέναντι, στο Aquarium, στο μοντέρνο εμπορικό κέντρο Port Vell και στον
πολυκινηματογράφο Maremagnum Cines. Η Ειρήνη
επέμενε να πάμε στο Aquarium. Είχες την ψευδαίσθηση ότι ήσουν στο βυθό σε μια
γυάλινη σήραγγα.
Σουρούπωνε, ο
ουρανός ήταν μοβ, οι άνθρωποι χαλαροί, καθίσαμε στα παγκάκια της ξύλινης
προκυμαίας-κατάστρωμα, φάγαμε ελιές και τουρσί, καθαρίσαμε και κάτι
πρωινές ταλαιπωρημένες φράουλες. Νύχτωσε, χαζεύαμε στο λιμάνι, δύο αστυνομικοί
μας είπαν να προσέχουμε τους κλέφτες. Βαδίσαμε προς την παλιά πόλη, στενοί
δρόμοι, πέτρινα σπίτια, μεσογειακή αρχιτεκτονική. Σε κάποιο στενάκι εκεί κοντά
ήταν το μουσείο του Picasso, το έλεγαν και οι πινακίδες αλλά
στάθηκε αδύνατον να το βρούμε. Πού και πού βλέπαμε φως ψηλά από κάποιο παράθυρο
ή ακούγαμε ήχους από τηλεόραση. Άστεγοι κοιμόνταν στον προθάλαμο μιας τράπεζας,
μια κοπέλα έβγαινε βόλτα, σε μια γωνία πουλούσαν ναρκωτικά. Ήταν η παλιά πόλη
στις κανονικές της διαστάσεις, χωρίς τους τουρίστες και το εμπόριο.
Στο σταθμό
φτάσαμε κατά της 3:30, επτά πρωτότυποι
μικροί φάροι χώριζαν το σταθμό από ένα μοντέρνο πάρκο με τεχνητή λίμνη και
πάπιες, το Parc Espanya Industrial. Με κουρασμένα
πόδια, κοιμηθήκαμε λίγο σ' ένα παγκάκι. Συνεχίσαμε νότια περνώντας από
Tarragona, Tortoso, Castellon, μικρές πόλεις, μικροί σταθμοί, στη διαδρομή
κάμποι, ορυζώνες, πολλά κάμπινγκ, που και που η θάλασσα. Στη Valencia ήταν ο
πιο εξωτικός σταθμός του ταξιδιού, (φορτωμένος παραστάσεις από τις αποικίες,
χορούς, ταυρομαχίες, χρώματα, μπαρόκ ξυλόγλυπτα) μικρός όπως ήταν ασφυκτιούσε
από κόσμο. Στη Σεβίλλη αλλάξαμε τρένο για τα σύνορα με την Πορτογαλία. Χαμηλοί λόφοι με αμπέλια και σιτάρια
καμπύλωναν το τοπίο κι έσβηναν μαζί με το μάτι στον ορίζοντα. Λόφοι σε
διάφορους τόνους του πράσινου, οργωμένες πλαγιές, μικρές πεδιάδες, αγροτικοί
δρόμοι. Απλά και λιτά τοπία ξεδίπλωναν στο πέρασμα του τρένου την ήρεμη δύναμη
τους.
Το Vila Real De
Santo Antonio με τα άσπρα σπίτια και την καλή ρυμοτομία, ήταν ένα
ήσυχο χωριό στο δέλτα του Guadiana μεταξύ
Πορτογαλίας και Ισπανίας. Από τον μικρό σταθμό ξεκινούσαν οι Πορτογαλικές
γραμμές· με ένα παλιό τρένο, ξημερώματα φτάσαμε στη Λισσαβόνα. Καθίσαμε λίγο
στο μπαρ του σταθμού, από τα ομορφότερα πράγματα εδώ είναι τα μικρά στρογγυλά
γλυκάκια. Μας πλησίασε ένας άντρας γύρω στα 35, ήταν Έλληνας και είχε ξεμείνει
από λεφτά 3 βδομάδες εδώ. Στην Ιταλία τον είχαν συλλάβει γιατί έκανε ωτοστόπ.
Ήλπιζε ότι σε μια δυό μέρες θα του έστελναν χρήματα για να φύγει.
Ξεκινήσαμε την
περιπλάνηση στα στενάκια, σ' ένα λόφο πάνω από το σταθμό, στην Alfama. Τα χρωματιστά
πλακάκια στους τοίχους των σπιτιών και οι πλακόστρωτοι δρόμοι σε παρακινούσαν
να χαθείς στα σοκάκια. Στο δρόμο, συναντούσαμε παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο, ανηφορίζοντας
μέσα από τις φτωχογειτονιές φτάσαμε στο κάστρο. Λεωφορεία ξεφόρτωναν
Γιαπωνέζους(;) που φωτογράφιζαν και έφευγαν. Ψιλόβροχο και αέρας. Κατεβήκαμε
στο κέντρο, στη Baixa, κάτι σαν Ομόνοια, ήταν όλες οι φυλές του κόσμο.
Στα μικρά μαγαζάκια μπορούσες να βρεις τα πάντα, τα
cafe-pastelaria με τον εσπρέσσο και τα γλυκά ζέσταιναν τη μέρα.
Ανεβήκαμε σ' ένα λόφο από την άλλη πλευρά, τα παιδιά τώρα σχολούσαν. Μπήκαμε
στο μουσείο ιστορίας της Φυσικής. Μαγεύτηκα! Με απλά όργανα και με κατανοητό
τρόπο συνέβαιναν πανέμορφα πράγματα. Μέσα από γειτονιές μ' απλωμένα ρούχα,
μικρά μαγαζάκια και μικρά κίτρινα τραμ που ανεβοκατέβαιναν, κατηφορίσαμε προς
τη θάλασσα.
Το επόμενο πρωί
φτάσαμε στη Figuera da Foz, μικρή,
επίπεδη πόλη, χτισμένη κι αυτή σε δέλτα. Περπατήσαμε προς τη θάλασσα και
φτάσαμε στη παραλιακή λεωφόρο. Μεγάλα ξενοδοχεία το ένα δίπλα στο άλλο
περίμεναν το καλοκαίρι. Απέναντι μια τεράστια σε μήκος και πλάτος, αμμουδιά
οδηγούσε στον ωκεανό από πάνω ο ουρανός μάζευε σύννεφα. Αρχίσαμε να περπατούμε
στην άμμο, ο ουρανός βάραινε, σε λίγο αέρας και βροχή. Ο αέρας δυνάμωνε, με
δυσκολία φτάσαμε σ' ένα υπόστεγο για να προφυλαχθούμε. Τελικά καταιγίδα ήταν
και πέρασε, φτάσαμε στη θάλασσα. Παίζαμε με την άμμο, βρίσκαμε κοχύλια και
πέτρες, ο αέρας μπέρδευε τα μαλλιά μας και η υγρασία πότιζε τα ρούχα μας. Σ' αυτή την
αμμουδιά με τα τεράστια κύματα και τον ωκεανό να σβήνει στον ορίζοντα μπορούσες
να υποψιαστείς λίγο πιο εύκολα την απλότητα και τη δύναμη της φύσης.
Μέσα από ψηλά
βουνά, καταπράσινες κοιλάδες, ποτάμια και χείμαρρους, φτάσαμε στην Guarda και
από κει φύγαμε πάλι για Ισπανία. Στο κουπέ δίπλα μας, ένα ζευγάρι εικοσάρηδες
από τη Γερμανία ήταν κι αυτοί interRail αλλά στην
προτελευταία μέρα τους. Περάσαμε την επόμενη μέρα στο San Sebastian και τη
Hentaya μια μικρή πόλη, πολύ ήσυχη και τακτοποιημένη, με άσπρα σπίτια με
κεραμίδια και κήπους, καθαρούς δρόμους, καινούργια αυτοκίνητα και δέντρα στα
πεζοδρόμια. Όλα καθαρά και ατσαλάκωτα, όμορφα και ανώδυνα. Ένα γρήγορο και
αναπαυτικό τρένο θα μας πήγαινε στο Παρίσι.
Χωρίς να
σταματήσουμε συνεχίσαμε βορειοανατολικά για την πόλη του Ρεμπώ τη Charleville
Meziers, μέσα από ατέλειωτα συννεφιασμένα λιβάδια με αγελάδες, φτάσαμε. Κρύο
και υγρασία, η πόλη μικρή και φυσικά ήσυχη και καθαρή. Δυστυχώς το μουσείο
Ρεμπώ Δευτέρα ήταν κλειστό, βρήκαμε όμως τα δύο σπίτια που μεγάλωσε και τον
οικογενειακό τάφο στο παλιό νεκροταφείο. Το απόγευμα ήμασταν πίσω στο Παρίσι.
Με το μετρό βγήκαμε κοντά στον πύργο του Άιφελ και περπατήσαμε προς την Champs Elysees, ακριβά
εστιατόρια, οίκοι μόδας, βιτρίνες, γκαλερί...
Η Ειρήνη σε τρεις μέρες έπρεπε να είναι στην Αθήνα. Το ξημέρωμα
περνάγαμε από τις Άλπεις, κοιτώντας τα ψηλά χιονισμένα βουνά ξαφνιάστηκα, ήταν απίστευτο
πόσο γρήγορα αλλάζαμε εικόνες, τόπους, κλίμα, δε μπορούσαμε ή δε θέλαμε να
σταματήσουμε κάπου; Δε νομίζω ότι είχε σημασία.
Μιλάνο, Γένοβα,
Μπάρι, Μπρίντιζι, η Ειρήνη έβγαλε εισιτήριο για το πλοίο και τότε άρχιζα να
συνειδητοποιώ ότι θα μείνω μόνος. Κόβαμε βόλτες στην αγορά, φάγαμε πίτσα και
παγωτό, ήπιαμε καφέ, ξοδεύαμε τα τελευταία μας Ιταλικά χρήματα. Παντού
Έλληνες φορτηγατζήδες και τουρίστες για Ελλάδα. Στο παρκάκι μια παρέα Αλβανών
μας κέρναγε τσιγάρο -''ευχαριστούμε δεν καπνίζουμε''. Ο ένας ήξερε πολύ
καλά Ελληνικά. Ήταν στην Αθήνα και τον έδιωξαν, εδώ δουλειά δε μπορούσε να βρει
χωρίς άδεια εργασίας. ''Εσείς παιδιά τι είστε;'' ''Τουρίστες'',
ντράπηκα. ''Γεια χαρά παιδιά'' ''Καλή τύχη φίλε''. Βράδιασε, πήγαμε προς
το πλοίο. Έδωσα στην Ειρήνη τα τραβηγμένα φιλμ. Κατά της 9:30 το πλοίο της Adriatica έφευγε, με
χαιρέτησε από ψηλά.
Τώρα έπρεπε να τα
βγάλω πέρα μόνος. Μετά από περιπλάνηση μιας μέρας σε διάφορους Iταλικούς
σταθμούς, Ρώμη, Φλωρεντία, Μπολώνια, Τορίνο, Savona, Ventimilia, μεσάνυχτα 16
Μαΐου, έφτασα για δεύτερη φορά στις Κάννες. Γινόταν χαμός, πλησμονή ανθρώπων,
πήγαιναν πάνω-κάτω, φωτογράφοι, κάμερες, σταρ που δεν ήξερα, σωματοφύλακες,
αυτόγραφα, τεράστια γυαλιστερά αυτοκίνητα, φώτα, μουσικές, τα ξενοδοχεία άδεια
πριν μια βδομάδα τώρα είχαν πάρτι, δεξιώσεις, happenings. Το πρωί όλος ο κόσμος
είχε μαζευτεί στην αμμουδιά της Croisette, εκατοντάδες
τουρίστες-ερασιτέχνες φωτογράφοι, έτρεχαν πίσω από κάθε κοριτσόπουλο που χόρευε
στην πλαζ, ελπίζοντας ότι θα τηρήσει το έθιμο του γδυσίματος. Ένας τύπος
βαμμένος χρυσός όταν του πέταγαν κέρμα κατούραγε, διάφοροι πούλαγαν διάφορα.
Εκατοντάδες ηλικιωμένοι βορειοευρωπαίοι που γυάλιζε το μάτι τους έρχονταν να
επιβεβαιώσουν τη μυθολογία του φεστιβάλ. Τελικά οι ταινίες ήταν η πρόφαση για
να στηθεί όλο αυτό το πανηγύρι του κιτς. Άραξα πιο πίσω στο πάρκο και
αποκοιμήθηκα. Στα βράχια στην άκρη της πλαζ, έβρεξα το κεφάλι και τα πόδια μου.
Το νερό με δρόσισε, έκοβα βόλτες, τι είναι τελικά αυτό το μεγάλο πανηγύρι; «δε
με νοιάζει, φεύγω». Έφυγα στις 8:00 για βόρεια, το τρένο είχε πολύ
αναπαυτικά και ανατομικά καθίσματα, το τοπίο έξω ήταν όμορφο, μικρές πεδιάδες,
αγροικίες, χωριά, πού και πού θάλασσα, βουνά. Στη Μασσαλία το μοβ του ουρανού
έγινε μαύρο, έσβησαν οι εικόνες, έκλεισα τα μάτια.
Στο Παρίσι δε
σταμάτησα, άλλαξα σταθμό και έφυγα για το Άμστερνταμ. Στα δρομάκια και τα
κανάλια παντού τουρίστες, δεκάδες coffee shops, bar, sex shops, εστιατόρια,
ξενοδοχεία, εδώ γύρω στο κέντρο που βρισκόμουν δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Ωραίες
καρτποστάλ, πολλά σουβενίρ, κυρίως για τον Άγιαξ και το χασίς.
Εκατοντάδες μαύρα παλιά ποδήλατα κυκλοφορούσαν άνετα και γρήγορα. Φυσικά και
είναι η πιο ζωντανή πόλη απ' όσες πέρασα. Είναι σα να έχει φτιαχτεί μια πόλη
διασκέδασης για όλους, σε μια ουδέτερη νησίδα όπου όλα επιτρέπονται. Ήμουν
κουρασμένος και νύσταζα, πήγα στο hostel που είχα βρει με δυσκολία και
κοιμήθηκα- επιτέλους σε κρεβάτι-ξερός. Ξύπνησα καλά, έκανα μπάνιο και έφαγα
πρωινό, τριγύρω άνθρωποι από όλα τα μέρη του κόσμου. Βγήκα έξω, πήγα στην
έκθεση του Word Press Photo, ήταν σε μια
εκκλησία-μουσείο, κάθισα πολύ ώρα. Οι πιο πολλές εικόνες ήταν από εντυπωσιακά
γεγονότα στην κορύφωση τους, εκτελέσεις, αίματα, κλάματα, ερείπια, συγκρούσεις.
Η Ευρώπη μάλλον απουσίαζε από τις εικόνες, εκτός από τη Ρωσία και την
Γιουγκοσλαβία που γίνονταν πόλεμοι.
Νομίζω ότι από τη Δυτική Ευρώπη δύσκολα
βγαίνουν εικόνες που να μπορεί η ίδια να βραβεύσει. Ζει με την αυταρέσκεια, την
υπεροψία και την αστική αποστειρωμένη ευτυχία της γι' αυτό ακριβώς, γιατί δε
βλέπει τις εικόνες της, δεν θέλει να αποτελούν θέμα. Θέματα είναι τα εξωτικά
μέρη των εμφύλιων πολέμων, των θρησκευτικών συγκρούσεων, των μυστικιστικών
εθίμων, των εξαθλιωμένων ανθρώπων. Αυτά δεν έχει, αυτά δε θέλει μ' αυτά μπορεί
να θαυμάζει και να μισεί με ασφάλεια. Τις δικές τις εντυπωσιακές εικόνες της
ζωής και του θανάτου, τις κρύβει με επιμέλεια γιατί τις φοβάται.
Στην πλατεία θα
γινόταν συναυλία υπεράσπισης των Τούρκων μεταναστών. Δίπλα μου καθόταν ένας
πενηντάρης άντρας, έχει ταξιδέψει πολύ, είχε έρθει και στην Ελλάδα. «όπου πηγαίνεις να γνωρίζεις ανθρώπους, να
κάνεις φίλους παντού, ν' απλώνεις την καρδιά σου». Τον ρώτησα για το
μουσείο του Βαν Γκογκ, αλλά βαρέθηκα να πάω. Στην σκηνή της πλατείας, η
μουσική είχε ξεκινήσει, ένας νεαρός έστριβε τσιγάρο και παρακινούσε τον κόσμο
να καπνίσει μαζί του χασίς. Αυτή η πόλη είχε πολύ ενέργεια μέσα της αλλά σε δύο
μέρες δε μπορείς να καταλάβεις και πολλά πράγματα. Την ώρα που έφευγα, φάνηκε ο
ήλιος κι ένα χλωμό γαλάζιο στον ουρανό, τα χρώματα των σπιτιών ζωντάνεψαν,
χαμογέλασα.
Με ένα τρένο που μύριζε
μπύρα, γεμάτο μεθυσμένους νεαρούς που ροχάλιζαν έφτασα στην Κοπεγχάγη. Η μέρα
ήταν κρύα, με ομίχλη και βροχή, δεν περίμενα ότι θα συναντούσα τέτοιο καιρό, τα
ρούχα μου ήταν καλοκαιρινά. Προσπάθησα να βρω ένα ζευγάρι που είχα γνωρίσει το
προηγούμενο καλοκαίρι στη Χίο. Στο γραφείο τουρισμού ο υπάλληλος που μιλούσε ελληνικά
(καλύτερα από μένα!) με βοήθησε να βρω τις διευθύνσεις. Μετά από δύο ώρες στη
βροχή, βρήκα τα σπίτια αλλά όχι και τους φίλους μου. Μουσκεμένος,
κουρασμένος και πεινασμένος αφού όλα ήταν πανάκριβα, αποφάσισα να φύγω.
Τις επόμενες μέρες
κινήθηκα νοτιοανατολικά, διέσχισα τη Γερμανία, σταμάτησα στην Πράγα, την Βιέννη
και τη Βουδαπέστη και μετά έφτασα στην Κωνστάντζα στη Μαύρη θάλασσα. Στα σύνορα
Ρουμανίας-Βουλγαρίας το τρένο σταμάτησε αρκετή ώρα, πολύς κόσμος
περίμενε να μπει. Πλήρωσα 60$ στους αστυνομικούς για Visa! μου έδωσαν ένα
χαρτί, κάτι σαν απόδειξη, σιγά μην ήταν τόσα.
Στο κουπέ ήμουν μόνος, φοβόμουν να κοιμηθώ. Σε λίγο σ' ένα στρατιωτικό
φυλάκιο ξανασταμάτησε το τρένο. Μπήκαν μέσα δύο στρατιώτες με όπλα ζήτησαν το
διαβατήριο και χωρίς να το πολυκοιτάξουν κούνησαν το κεφάλι ότι δεν είναι
εντάξει, άρχισα να καταλαβαίνω. Ζήτησαν 60$ για Visa, προσπάθησα να κερδίσω
χρόνο. Έκλεισαν την πόρτα, ο πιο τσαμπουκαλεμένος άρχισε να εκνευρίζεται. Μ'
έπιασε από το γιακά και μου έδειξε με τα χέρια 40, διαφορετικά λέει θα με
πέταγε έξω. Δεν θα ξεμπέρδευα αν δεν τους πλήρωνα. Του είπα εντάξει αλλά δεν
είχα τόσα, στο κάθισμα μου σχημάτισε τον αριθμό 20, το έκανα 10, ξανααγρίεψε,
εντάξει λοιπόν, τους έδωσα 20$ να τελειώνουμε. Σε λίγο το κουπέ γέμισε κόσμο,
το τρένο ξεκίνησε.
Μετά τη Σόφια το
τοπίο έμοιαζε όλο και πιο πολύ με την Ελλάδα, μικροί κάμποι, λόφοι και βουνά
εναλλάσσονταν, στον Προμαχώνα καμιά εικοσαριά Ρώσοι πρόσφυγες περίμεναν να τους
επιτραπεί η είσοδος.
Είχα σκοπό από τη Σόφια να πάω στην Ιστανμπούλ, να κατέβω
Σμύρνη, Τσεσμέ και από κει με το καραβάκι στη Χίο. Αλλά μετά από όσα είδα στη
Ρουμανία και τη Βουλγαρία –φτώχια, μιζέρια και καθόλου ασφάλεια στις
μετακινήσεις- επέστρεψα από τον Προμαχώνα στη Θεσσαλονίκη, δυο μέρες πριν
τελειώσει το εισιτήριο των τριάντα ημερών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου