γύρω στις πέντε μπήκα
στο εστιατόριο· άδειο το μαγαζί τέτοια
ώρα έχουν φύγει και οι τελευταίοι
πελάτες· έτρωγαν τηγανητά ψάρια και
σαλάτα, ο δημήτρης με την γυναίκα του,
είναι η ώρα που έχει τελειώσει η δουλειά
και κάθονται για φαγητό. χάρηκαν που με
είδαν, είχα να περάσω δυόμιση χρόνια.
τον ρώτησα για τη
σύνταξη, μπορούσε να έχει βγει από χρόνια
αλλά προτιμά να πληρώνει τέβε και να
έχει το μαγαζί ανοικτό· «εννιακόσια
ευρώ το δίμηνο πληρώνω», «γιατί δεν το
βάζεις στα παιδιά σου;» «και αν μου
κάνουν έλεγχο και δουν ότι το δουλεύουμε
εμείς;»
τον ρώτησα για τους
πελάτες που θυμόμουν, «ο αεκάκιας χώρησε
και έρχεται πάλι και τρώει, ο λογιστής
έρχεται όποτε είναι εδώ γύρω»· η ζωή
του μήτσου είναι το μαγαζί του, κάθε
μεσημέρι δίνει παράσταση· όλοι οι
σταθεροί πελάτες, εργένηδες σχεδόν
όλοι, εργαζόμενοι και συνταξιούχοι
κάθονται στις ίδιες θέσεις· τους πειράζει
όλους, είτε για το ποδόσφαιρο, είτε για
τον τόπο καταγωγής τους· αυτά τα δυο
είναι τα αγαπημένα του θέματα.
τον ρώτησα για τα
τρίκαλα, με ρώτησε για τη χίο· χαμογέλασε
ελαφρά και με ρώτησε, «δηλαδή είναι καλά
στο νησί; τι κάνετε εκεί πέρα;» δεν είχε
σημασία η απάντηση, τόσα χρόνια που
έτρωγα στο εστιατόριο, κάθε φορά οι
ίδιες κουβέντες «καλά πως ζείτε στα
νησιά; φυλακές είναι! στα τρίκαλα παω
και με τα πόδια αν χρειαστεί, δε μου
αρέσουν εμένα τα νησιά»· «έχει ρε μήτσο
ησυχία, η θάλασσα, η φύση...» «τι να την
κάνω την ησυχία, όταν έρθει η ώρα θα πάω
στον κόκκινο μύλο, εκεί θα 'χω ησυχία
για πάντα».
τέλειωσα το φαγητό και
σηκώθηκα να πληρώσω, έκοψε την απόδειξη
και μου την έδωσε, «κράτησε την να θυμάσαι
το μαγαζί του δημήτρη»· χαμογελάσαμε,
χαιρέτησα και έφυγα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου