κουβέντα στην κουβέντα, κοιτόντας λοξά και κάποιες στιγμές καχύποπτα, αφηγήθηκε ανακατωμένες τις ιστορίες του πατέρα και του παππού του, ψάχνοντας να βρει τις σωστές λέξεις. Όσο περνούσε η ώρα και η καχυποψία γινόταν εμπιστοσύνη, τόσο ποιο βαθιά ξετύλιγε τη μνήμη του. «δωρεές δεν κάνανε εδώ αυτοί που πήγαν στην αμερική, όλοι οι άθρωποι κουβαλούσαν πέτρες για να χτιστεί η εκκλησία. ο πατέρας μου ντύθηκε αξιωματικός και με την ανταλλαγή αιχμαλώτων σώθηκε το είκοσι δυο και γύρισε πίσω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου