με το τελευταίο φως καθόμουν έξω από το μαγαζί των γονιών μου, δεν φαινόταν άνθρωπος
ησυχία, μπορούσα να ακούσω και τον παραμικρό ήχο
η φωνή του όμως καθαρή, βροντερή και παρατεταμένη συντάραζε τις πέτρες
"καλάα ψάαααααααααρια" ήταν ο ψαράς από τα νένητα
σταμάτησε το αυτοκίνητο του μπροστά μου
για 1-2 λεπτά φώναζε χωρίς να φανεί κανείς, τραβούσε τόσα πολλά δευτερόλεπτα την πρώτη συλλαβή που δεν μπορούσες να καταλάβεις
ήρθε ο πρώτος πελάτης, μια ηλικιωμένη γυναίκα που έχει φάει τη ζωή της στα δίκτυα και τη θάλασσα, στο πρόσωπο της, φωτογραφία, η μελαγχολική της αποφασιστικότητα και γνώση
"πόσο τα 'χεις;"
"3,5 τα ψηλά, 5 τα χοντρά, α σου βάλω 2 κιλά;"
"ε-θέλω, 3 ευρώ τα κακαρέλια! σιγά μην τα πουλήσεις, τι α τα κάμεις που α σου μείνουνε;"
"άντε πάρε 2 κιλά με 6"
"τίποτις ε μπαίρνω, δώσμου 2 κιλά με 5" του λέει με τη θλιμμένη της σιγουριά
"εντάξει, εντάξει ότι πεις" τις τα ζυγίζει χαμογελαστός και πάει να ρίξει ένα στις γάτες που είχαν μαζευτεί
"άστω!", του το παίρνει από το χέρι, "σιγά μην τ' αφήκω σε τούτη, α το ρίξω στη δικιά μου"
λέει και φεύγει
χαμογελώντας ακόμα ο ψαράς, πιάνει 2-3 ψαράκια και τα ρίχνει στις γάτες
ο επόμενος πελάτης χωρίς παζάρια πήρε 2 κιλά των πέντε ευρώ
κι ο επόμενος ενάμιση κιλό των τριών ευρώ
συνέχισε να φωνάζει, μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε χαμογελώντας
ησυχία, μπορούσα να ακούσω και τον παραμικρό ήχο
η φωνή του όμως καθαρή, βροντερή και παρατεταμένη συντάραζε τις πέτρες
"καλάα ψάαααααααααρια" ήταν ο ψαράς από τα νένητα
σταμάτησε το αυτοκίνητο του μπροστά μου
για 1-2 λεπτά φώναζε χωρίς να φανεί κανείς, τραβούσε τόσα πολλά δευτερόλεπτα την πρώτη συλλαβή που δεν μπορούσες να καταλάβεις
ήρθε ο πρώτος πελάτης, μια ηλικιωμένη γυναίκα που έχει φάει τη ζωή της στα δίκτυα και τη θάλασσα, στο πρόσωπο της, φωτογραφία, η μελαγχολική της αποφασιστικότητα και γνώση
"πόσο τα 'χεις;"
"3,5 τα ψηλά, 5 τα χοντρά, α σου βάλω 2 κιλά;"
"ε-θέλω, 3 ευρώ τα κακαρέλια! σιγά μην τα πουλήσεις, τι α τα κάμεις που α σου μείνουνε;"
"άντε πάρε 2 κιλά με 6"
"τίποτις ε μπαίρνω, δώσμου 2 κιλά με 5" του λέει με τη θλιμμένη της σιγουριά
"εντάξει, εντάξει ότι πεις" τις τα ζυγίζει χαμογελαστός και πάει να ρίξει ένα στις γάτες που είχαν μαζευτεί
"άστω!", του το παίρνει από το χέρι, "σιγά μην τ' αφήκω σε τούτη, α το ρίξω στη δικιά μου"
λέει και φεύγει
χαμογελώντας ακόμα ο ψαράς, πιάνει 2-3 ψαράκια και τα ρίχνει στις γάτες
ο επόμενος πελάτης χωρίς παζάρια πήρε 2 κιλά των πέντε ευρώ
κι ο επόμενος ενάμιση κιλό των τριών ευρώ
συνέχισε να φωνάζει, μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε χαμογελώντας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου