στο χωριό προφανώς δεν υπάρχει θέατρο, όμως κάθε μέρα στο μαγαζί παίρνω μέρος σε μικρές παραστάσεις. συνήθως σαν θεατής σε μονολόγους όπου ο καθένας παίζει τον εαυτό του. χθες βράδυ ήρθε ο Γ, ήμουν μόνος, η εκκλησία έψελνε τους χαιρετισμούς. πότε καθήμενος και πότε όρθιος μιλούσε με αφορμές από τη ζωή του και τι ζωή των παιδιών του, μιλούσε για την αγωνία του ανθρώπου να συναντηθεί με τον άλλο άνθρωπο.
μπήκε ο Μ κάτι λέγαμε για το πόσο δυναμικές είναι οι γυναίκες, σε σχέση με τους άντρες, από τις πρώην κομμουνιστικές χώρες. σχόλασε η εκκλησία και ο Γ έφυγε γιατί το αυτοκίνητο του εμπόδιζε, έμεινε ο Μ.
μπήκα στη στατιστική υπηρεσία απογραφήκανε στο χωριό 569 και στην κώμη 137, στο πυργί είναι καμιά κατοστή παραπάνω. πάντα τόση διαφορά είχαμε, όταν εφτοί ήτανε χίλιοι τετρακόσοι εμείς ήμασταν χίλιοι διακόσοι.
από συνειρμό σε συνειρμό, πάλι μου αφηγήθηκε παλιές ιστορίες.
ο Μ ήψαχνεν το γιό του το χρήστο. ήτανε ένα τσούρμο μικρά ετρέχανε, τους επήρενε κυνήγι, νύχτα ήτανε, σκοτάδι. τους επρόκαμε και τον εγνώρισε μέσ' τα μικρά και του λέει: σε ανεγνώρισα, είσαι ο υιός μου ο χρήστος, πάσα διαφυγή ματαία.
μετά μου είπε ιστορίες από την ταβέρνα του Κ και από τη γειτονιά τής κάτω πόρτας και τους ανθρώπους που καθόταν στο πεζούλι και στη μυλόπετρα έξω από το σπίτι τους.
οι αθρώποι δουλεύαν όλη μέρα, κουρασμένοι άθρωποι αλλά ήταν στο γέλιο και το καλαμπούρι.
δεν ξέρω πως ήταν πριν πενήντα εξήντα χρόνια, ο χρόνος γλύφει το παρελθόν όπως η θάλασσα τις πέτρες. στρογγυλεμένες και όμορφες φτάνουν στη σκέψη οι αναμνήσεις.
το παρόν φτωχό και κουρασμένο τους δίνει χώρο.
το παλιό χωριό, μισοαναπαλαιωμένο, θέατρο χωρίς θεατές, εκτός από το πάσχα και ένα δυο μήνες το καλοκαίρι. το παιχνίδι παίζεται αλλού.
μπήκε ο Μ κάτι λέγαμε για το πόσο δυναμικές είναι οι γυναίκες, σε σχέση με τους άντρες, από τις πρώην κομμουνιστικές χώρες. σχόλασε η εκκλησία και ο Γ έφυγε γιατί το αυτοκίνητο του εμπόδιζε, έμεινε ο Μ.
μπήκα στη στατιστική υπηρεσία απογραφήκανε στο χωριό 569 και στην κώμη 137, στο πυργί είναι καμιά κατοστή παραπάνω. πάντα τόση διαφορά είχαμε, όταν εφτοί ήτανε χίλιοι τετρακόσοι εμείς ήμασταν χίλιοι διακόσοι.
από συνειρμό σε συνειρμό, πάλι μου αφηγήθηκε παλιές ιστορίες.
ο Μ ήψαχνεν το γιό του το χρήστο. ήτανε ένα τσούρμο μικρά ετρέχανε, τους επήρενε κυνήγι, νύχτα ήτανε, σκοτάδι. τους επρόκαμε και τον εγνώρισε μέσ' τα μικρά και του λέει: σε ανεγνώρισα, είσαι ο υιός μου ο χρήστος, πάσα διαφυγή ματαία.
μετά μου είπε ιστορίες από την ταβέρνα του Κ και από τη γειτονιά τής κάτω πόρτας και τους ανθρώπους που καθόταν στο πεζούλι και στη μυλόπετρα έξω από το σπίτι τους.
οι αθρώποι δουλεύαν όλη μέρα, κουρασμένοι άθρωποι αλλά ήταν στο γέλιο και το καλαμπούρι.
δεν ξέρω πως ήταν πριν πενήντα εξήντα χρόνια, ο χρόνος γλύφει το παρελθόν όπως η θάλασσα τις πέτρες. στρογγυλεμένες και όμορφες φτάνουν στη σκέψη οι αναμνήσεις.
το παρόν φτωχό και κουρασμένο τους δίνει χώρο.
το παλιό χωριό, μισοαναπαλαιωμένο, θέατρο χωρίς θεατές, εκτός από το πάσχα και ένα δυο μήνες το καλοκαίρι. το παιχνίδι παίζεται αλλού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου