το βράδυ στο μαγαζί θυμούνται παλιές ιστορίες· στην άκρη της μνήμης, δουλεμένες απ΄το χρόνο, τις αφηγούνται σαν ανέκδοτα
Ι. το ζέμα της χαρτσάς
σκόλη στην πείνα, καθόνταν κάμποσοι, μαζεμένοι στη πλάτσα όξω αφτό μπακάλικο του Σ, εκεί ήταν και το κάρο και λένε: αδόκομε ένα εικοσιπεντάρι σ' όποιον ζευτεί το κάρο και κάμει το γύρο της πλάτσας.
ε, λέει ο Μ, εγώ.
εζεύτηνε, γελούσαν οι άλλοι, άμανε πέρασεν αφτήν πάνω πλάτσα, ο Ε του ριξεν μια σίκλα νερό αφτό μπαρκόνι.
ε σαν τελείωσεν λέει τα φράγκα, να τα φράγκα, εν του δώκανε τίποτις.
ο ξένος ο χαλιάς ήφτιαξεν τραγουδάκι:
ό,τι καλόν κι ό,τι κακόν
στην πατωσά θα γένει
μαυτό το ζέμα της χαρτσάς
δεν έπρεπε να γένει
εσείς που εσφουγγίζετε
με λίρες το τηγάνι
τώρα το κάρο ζέφτητε
για ένα κοσιπεντάρι
χαρτσά: το μικρό μουλάρι ή το άσπρο μουλάρι με σκούρες πιτσιλιές
εικοσιπεντάρι: 25 δραχμές το μεροκάματο εκείνη την εποχή
πατωσά: πυνοκατοικημένη γειτονιά του χωριού, πήρε το όνομα από την ομόνυμη γειτονιά στο πυργί
σίκλα: ο κουβάς
ΙΙ. το φάρμακο για τους κάλους
ήρτεν ένας στο καφενείο μια φορά και πούλενε φάρμακο για τους κάλους, ένα φράγκο το φακελάκι, αλλά τους ήλεεν "α το νοίξετε στο σπίτι σας γιατί α εξατμιστεί"· έ, πούλησεν κάμποσα, επήαν οι αθρώποι στα σπίθκια τους, ανοίξανε το φακελάκι ξετυλίξαν το χαρτί και μέσα ήγραφεν: "το φαρδύ παπούτσι"
ΙΙΙ. η Ι μονολογεί
σαν ήμουν μικρή κι ήθελα να πάω στης θκειάς μου, εντρέπουμουν να περάσω αφτό καφενείο του μονογιού, αφτήν πλησμονή των αντρών απόξω
ΙV. η διαθήκη της Κ
η γριά Κ δεν είχεν απογόνους και μοίρασεν την περιουσία της σε γειτόνους της αλλά το μετάνοιωσεν και μεις βγάλαμε στην ταβέρνα τού κλαδιά ένα τραγουδάκι:
μες την ταβέρνα του κλαδιά
μέδειρε ο διανομέας
και από τους κληρονόμους μου
δεν φάνηκε κανέας
κιόταν στην πλάτσα πρόβαλα
και είδα τον αντώνη
αμέσως το μετάνοιωσα
που τούγραψα ταλώνι
- στον άγρελο (χορωδία)
κι όταν ξανά επρόβαλα
και είδα τον κατσίπση
αμέσως το μετάνοιωσα
που τούγραψα το σπίτι
- στου παπαμικέ (χορωδία)
Ι. το ζέμα της χαρτσάς
σκόλη στην πείνα, καθόνταν κάμποσοι, μαζεμένοι στη πλάτσα όξω αφτό μπακάλικο του Σ, εκεί ήταν και το κάρο και λένε: αδόκομε ένα εικοσιπεντάρι σ' όποιον ζευτεί το κάρο και κάμει το γύρο της πλάτσας.
ε, λέει ο Μ, εγώ.
εζεύτηνε, γελούσαν οι άλλοι, άμανε πέρασεν αφτήν πάνω πλάτσα, ο Ε του ριξεν μια σίκλα νερό αφτό μπαρκόνι.
ε σαν τελείωσεν λέει τα φράγκα, να τα φράγκα, εν του δώκανε τίποτις.
ο ξένος ο χαλιάς ήφτιαξεν τραγουδάκι:
ό,τι καλόν κι ό,τι κακόν
στην πατωσά θα γένει
μαυτό το ζέμα της χαρτσάς
δεν έπρεπε να γένει
εσείς που εσφουγγίζετε
με λίρες το τηγάνι
τώρα το κάρο ζέφτητε
για ένα κοσιπεντάρι
χαρτσά: το μικρό μουλάρι ή το άσπρο μουλάρι με σκούρες πιτσιλιές
εικοσιπεντάρι: 25 δραχμές το μεροκάματο εκείνη την εποχή
πατωσά: πυνοκατοικημένη γειτονιά του χωριού, πήρε το όνομα από την ομόνυμη γειτονιά στο πυργί
σίκλα: ο κουβάς
ΙΙ. το φάρμακο για τους κάλους
ήρτεν ένας στο καφενείο μια φορά και πούλενε φάρμακο για τους κάλους, ένα φράγκο το φακελάκι, αλλά τους ήλεεν "α το νοίξετε στο σπίτι σας γιατί α εξατμιστεί"· έ, πούλησεν κάμποσα, επήαν οι αθρώποι στα σπίθκια τους, ανοίξανε το φακελάκι ξετυλίξαν το χαρτί και μέσα ήγραφεν: "το φαρδύ παπούτσι"
ΙΙΙ. η Ι μονολογεί
σαν ήμουν μικρή κι ήθελα να πάω στης θκειάς μου, εντρέπουμουν να περάσω αφτό καφενείο του μονογιού, αφτήν πλησμονή των αντρών απόξω
ΙV. η διαθήκη της Κ
η γριά Κ δεν είχεν απογόνους και μοίρασεν την περιουσία της σε γειτόνους της αλλά το μετάνοιωσεν και μεις βγάλαμε στην ταβέρνα τού κλαδιά ένα τραγουδάκι:
μες την ταβέρνα του κλαδιά
μέδειρε ο διανομέας
και από τους κληρονόμους μου
δεν φάνηκε κανέας
κιόταν στην πλάτσα πρόβαλα
και είδα τον αντώνη
αμέσως το μετάνοιωσα
που τούγραψα ταλώνι
- στον άγρελο (χορωδία)
κι όταν ξανά επρόβαλα
και είδα τον κατσίπση
αμέσως το μετάνοιωσα
που τούγραψα το σπίτι
- στου παπαμικέ (χορωδία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου