ο μανώλης μπαινοβγαίνει για να βάλει βενζίνη σε μηχανάκια και αυτοκίνητα. «τούτος έβαλε τρία ευρώ, ο προηγούμενος πέντε, ο άλλος έξι. τι να βγάλεις με πέντε τοις εκατό κέρδος».
πάνω στο γραφείο ανάμεσα σε φακέλους και τιμολόγια, ξεχωρίζει μια αστυνομική ταυτότητα. «δεν είχε να πληρώσει, τι να’κανα μου χρωστάνε διάφοροι, τρία, πέντε, επτά ευρώ και δεν ξαναπερνάνε. το βενζινάδικο το άνοιξε ο πατέρας μου το εξήντα οκτώ. εγώ το δουλεύω τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. ήμουν φοιτητής στο πολυτεχνείο της πάτρας πολλά χρόνια, δέκα-δώδεκα. έπαιζα και σε θεατρικές ομάδες. μετά γύρισα εδώ, κράτησα το μαγαζί. ανοίγω γύρω στις επτά, φεύγω λίγες ώρες για εξωτερικές δουλειές, επιστρέφω το μεσημέρι και κάθομαι ως το βράδυ.οι καλοί πελάτες είναι αυτοί που κλείνουν τα μαγαζιά, γιατί οι υπερβολικές απαιτήσεις τους σε εμποδίζουν να ασχοληθείς με τον περιστασιακό πελάτη και να αποκτήσεις και με αυτόν μια πιο μόνιμη σχέση, βέβαια όλα αυτά με την κατάσταση που επικρατεί είναι θεωρίες…η κατάσταση σήμερα θυμίζει το έργο ‘’περιμένοντας τον γκοντό’’ του μπέκετ, η καλύτερη παράσταση που έχω παίξει, οι δυο πρωταγωνιστές περιμένουν κάποιον κύριο γκοντό να τους σώσει αλλά αυτός δεν εμφανίζεται ποτέ. και εμείς κάποιον γκοντό περιμένουμε να δώσει λύση και μάλλον δεν μας περνάει από το μυαλό να γίνομε γκοντό του εαυτού μας».
η συνέχεια του κειμένου και περισσότερες φωτογραφίες εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου