8 Μαρ 2010

γερακάρης λυμπεράκης

. . .
Εκείνο τον καιρό άρχισε η μεγάλη αγάπη του για τη θάλασσα, μέσα απ΄ αυτή σιγά σιγά αγάπησε λιγάκι και τον κύρη του. Έγινε η στεριά μάνα και συμβία, η θάλασσα αγαπητικιά. Ανυπόταχτη. Ύπουλη. Άστατη. Στις καλοσύνες της, Παναγιά. Στο θυμό της θεριό. Ένα τίποτε χώριζε τις δύο όψεις της, αλλά σου μάθαινε το παν. Να μην εμπιστευέσαι κανέναν. Να μην απελπίζεσαι ποτέ. Γιατί όλα αλλάζουν.


. . .
Σάπιζε και βούλιαζε, μα όλο και πιο συχνά επέστρεφε στο χωριό του. Άκουγε τον αέρα να βροντά τα παραθυρόφυλλα, τη θάλασσα να χτυπιέται στα βράχια. Τη μύριζε. Μύριζε και τ' αγουρέλειο στα κιούπια. Την κοπριά, το σπάρτο, το φασκόμηλο, το δυόσμο, τη ρίγανη, τον πασπαλά και το καμένο λίπος. Έστηνε άφωνη κουβέντα με τους γιους του. Τους έδειχνε τη ζωή του, όλο αντάρα και αίματα. Κι αυτοί άκουγαν μ' ανοιχτό στόμα, μέχρι που η μάνα τους τους έστελνε για ύπνο.

. . .
Κοπιαστική και επικίνδυνη πορεία. Φουσκωμένα ποτάμια· χαλασμένα γεφύρια· γλιστερά περάσματα· χέρσες ερημιές. Τα λιγοστά χάνια πανάθλια, με ποντικούς πιο τολμηρούς κι από κείνους της φυλακής. Χωριά φαντάσματα, με κλειστά παραθύρια, άδεια κελάρια, σκελετωμένους γέροντες στα χορταριασμένα κατώφλια. Κι η ασταμάτητη βροχή να τους περονίζει, να μουσκεύει τη γαλέτα που κουβαλούσαν τα ζωντανά τους.

. . .
Γλέντησε και χόρεψε με την ψυχή του, όπως δεν το 'χε κάνει ούτε στα νιάτα του, λαχταρώντας να καρφώσει το χρόνο στην καρδιά της νύχτας, μα το ξημέρωμα ήταν κιόλας εκεί.
. . .

. . .
Σε τούτο το ντουνιά όλα αλλάζουν, εγγόνα μου. Έρχονται τα πάνω κάτω. Στη χαρά μην πολυχαίρεσαι, στη λύπη μην πολυλυπάσαι. Κράτα το ίσο και την καρδιά σου ατάραχη. Αυτήν την ορμήνια σου δίνω.


από το βιβλίο
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΑΚΑΡΗ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ
Λιλή Μαυροκέφαλου
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: