17 Αυγ 2016

μικρές ιστορίες πατριδογνωσίας | γιάννης κωσταρής | εκδόσεις φωταγωγός









ανάφη
χώρα

νύχτα στη χώρα, λίγο προτού κλείσουν τα καταστήματα· κρύο και βοριάς· περιμένω στο πεζούλι απέναντι από το δημοτικό να αδειάσει το καρτοτηλέφωνο· διαγώνια το σουβλατζίδικο, τα τραπεζάκια άδεια, μόνο ένας γέρος με μπαστούνι κάθεται δίπλα στην είσοδο· ανάμεσα μας μια σακούλα σκουπιδιών αφημένη στον δυνατό άνεμο, σηκώνεται ψηλά, κατεβαίνει, έρχεται κοντά μου, πηγαίνει προς το γέρο· κοιταζόμαστε, ένα ελαφρύ χαμόγελο σπάει την αμηχανία των προσώπων μας.

σταματάει μπροστά του· στην αρχή αβέβαια και ύστερα με την ενθουσιώδη και άτσαλη σιγουριά πιτσιρικά τη σπρώχνει ψηλά με το μπαστούνι του· στροβιλίζεται πάλι ανάμεσά μας, κοιταζόμαστε και πάλι χαμογελάμε· και πάλι στέκεται μπροστά του και πάλι την ωθεί ψηλά· δυο-τρία λεπτά κράτησε η χορογραφία της σακούλας, την τρίτη φορά που στάθηκε μπροστά του την ακινητοποίησε στο πόδι του τραπεζιού, ύστερα σηκώθηκε και περπάτησε προς τα πάνω χωρίς να με κοιτάξει.


το τηλέφωνο άδειασε και έφυγα από το πεζούλι.


μια από τις ιστορίες του βιβλίου
μικρές ιστορίες πατριδογνωσίας | γιάννης κωσταρής | εκδόσεις φωταγωγός


δίκαια, θέρμα, σπηλιά απόλλωνα, γυμναστήριο πρωτέα, λούτσα του ρομπόζη, χάνι μπαλτά, καφενείο το πανελλήνιον, ταρσός, πηγάδι, λεοντάκι, μαύρα βόλια, αμάλου, δυο χωριά, κινίδαρος, βρούτση, πετούσης, γραμβούσα, έριστος˙

58 φωτογραφίες και 61 τόποι, άνθρωποι και μάλλον ασήμαντα γεγονότα συνθέτουν μικρές ιστορίες από το βορρά προς το νότο και επιχειρούν να δημιουργήσουν έναν νέο χάρτη, χωρίς να αναζητούν καμιά πατρίδα


16 Αυγ 2016

δεκαπενταύγουστος στο χωριό







9.15
ελάχιστοι άνθρωποι στέκονται έξω από την εκκλησία· μέσα είναι μισογεμάτη κυρίως από ηλικιωμένες γυναίκες. ανάμεσα στα κλαδιά της βουκαμβίλιας η μεγάλη σημαία, στην απέναντι γωνία ο κώστας με τα παστέλια όπως κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο, λίγο πιο πάνω ετοιμάζουν τα πετρογκάζ για τους λουκουμάδες.

10.00
ο χώρος μπροστά από την εκκλησία γέμισε με το πολύχρωμο πλήθος· η εκκλησία εξαφανίστηκε, το ίδιο και ο ήχος από τα μεγάφωνα· η ενέργεια των ανθρώπων κάλυψε το λιτό τελετουργικό, η εκκλησία μικρή και χαμηλή, στριμωγμένη στη γωνία της πλατείας, χωρίς δικό της περίβολο, χάθηκε. το πλήθος· γενιές ανθρώπων σκορπισμένων σε όλο τον πλανήτη –στην αθήνα αλλά και στις πολιτείες της αμερικής, στον καναδά και την αυστραλία– με κοινές ρίζες από το χωριό, παιδιά και εγγόνια εσωτερικών και εξωτερικών μεταναστών σε ένα άτυπο αντάμωμα. χαιρετιούνται, χαμόγελα, αγκαλιές και φιλιά στον αέρα. όμορφα κορίτσια και αγόρια σπουδαγμένα στα σωστά πανεπιστήμια, εγγόνια επιτυχημένων γάμων, υπερήφανες γιαγιάδες. κομψά φορέματα και όμορφες καλοκαιρινές γόβες- με ή χωρίς τακούνι -σε μια παράσταση καθωσπρεπισμού, που ίσως επιβεβαιώνει την ανάγκη των ανθρώπων να μένουν δεμένοι με τον τόπο τους.

φυσικά  κάποιος που δεν έχει σχέση με το χωριό και ήρθε για την γιορτή της κοίμησης της παναγίας, δεν κατάλαβε τίποτα· το τελετουργικό καλύφθηκε από το πλήθος.

10.50
ο άρτος μοιράστηκε, η λειτουργία τελείωσε, οι άνθρωποι κινήθηκε προς τους λουκουμάδες και το καφενείο, ο κώστας μάζεψε βιαστικά το τραπέζι και τα παστέλια του, η σημαία μόνη της ανεμίζει ανάμεσα στα φύλλα της βουκαμβίλιας.

14 Αυγ 2016

το χωριό | γιάννης κωσταρής | εκδόσεις το ροδακιό






σχεδόν σε όλες τις εργασίες πρέπει να αντιμετωπίσεις τον άλλο· στο χωριό, ο άλλος είναι συνήθως γνωστός, μαζί του κουβαλά την ιστορία του, η οποία, χωρίς να το θέλεις, σαν φωτοστέφανο τον συνοδεύει· οι κινήσεις και τα λόγια του σπάνια ξεφεύγουν από την ήδη διαμορφωμένη εικόνα του· στη μικρή κοινωνία του χωριού ο καθένας παίζει το γνωστό του ρόλο και είναι δύσκολο να ξεφύγει από αυτόν· κινείται με ασφάλεια στον οικείο του χώρο και στον κυκλικό του χρόνο, συνηθίζει στην επανάληψη και φοβάται τις αλλαγές, γνωρίζει πολλά περισσότερα από αυτά που χρειάζεται ο καθημερινός του ρόλος αλλά μάλλον δεν του έχουν χρειαστεί ποτέ και σχεδόν τα έχει ξεχάσει.
οι περισσότεροι μόνιμοι κάτοικοι έχουν στοιχίσει τις φιλοδοξίες τους στα όρια του χωριού ή του νησιού· κοινωνία προφυλαγμένη στην ασφάλεια που είναι καταχωρημένη στο συλλογικό ασυνείδητό της, δεν επιτρέπει, χωρίς να χρειαστεί να το δηλώσει, να κινηθεί τίποτα· το ερώτημα ποιο είναι το νόημα της ζωής δε χρειάζεται να απαντηθεί, γιατί όλα πατούν πάνω στον άχρονο χρόνο της μικρής προφυλαγμένης κοινωνίας· μονάδα μέτρησης είναι πάντα τα τέσσερα χιλιόμετρα του χωριού από τη θάλασσα.

απόσπασμα από το βιβλίο
το χωριό | γιάννης κωσταρής | εκδόσεις το ροδακιό

4 Αυγ 2016

o σταχτής γάτος



τον περασμένο αύγουστο βρέθηκε έξω από το μαγαζί, ήταν μικρός και φοβισμένος και πολύ όμορφος. σιγά σιγά εξοικειώθηκε με το χώρο, βρήκε και τις ισορροπίες με τα άλλα γατιά· ήταν το ομορφότερο και όλοι το πρόσεχαν και το τάιζαν.
όλα καλά μόνο που συνεχώς τρύπωνε στο μαγαζί, όχι για να αράξει στο μωσαϊκό αλλά για να κρυφτεί στα πιο βαθιά και σκοτεινά σημεία. μήνα με το μήνα μεγάλωνε, η ακτίνα δράσης του σαράντα-πενήντα μέτρα από το μαγαζί, και η συνήθεια ίδια· κλείναμε την πόρτα για να μην μπαίνει, πολλές φορές σκαρφάλωνε να φτάσει το τζάμι και κοίταζε μέσα. με το που έβρισκε ευκαιρία να τρυπώσει, έτρεχε για να προλάβει να κρυφτεί.
όταν βάζαμε φαγητό τρέχαν όλα τα γατιά, έτρεχε και αυτό, έκανε πως έτρωγε αλλά έφευγε γρήγορα· έπρεπε να του βάλουμε λίγο παράμερα, ξεχωριστά από τα άλλα. έτσι κι αλλιώς είχε σίγουρο φαγητό από τη γειτόνισσα, που τάιζε μόνο αυτό.

είχα να το δω μέρες, ρώτησα αν το είδαν. το αυτοκίνητο τον χτύπησε λίγα μέτρα πιο κάτω, στη στροφή· στα μισά του ιουλίου του δύο χιλιάδες δεκαέξι.

3 Αυγ 2016

από το βιβλίο του cesare pavese | τα ποιήματα | εκδόσεις PRINTA

Περπατάμε ένα βράδυ στην πλαγιά ενός λόφου,
σιωπηλά. Στη σκιά του σούρουπου που απλώνεται
ο ξάδελφος μου σαν γίγαντας ντυμένος στα λευκά,
προχωράει ήρεμος, ηλιοκαμένος στο πρόσωπο,
σιωπηλός. Η σιωπή είναι η αρετή μας.
Κάποιος πρόγονός μας ήταν σίγουρα λιγομίλητος
–ένας άντρας ανάμεσα σε ηλίθιους ή ένας θλιμμένος ανόητος–
για να διδάξει σε μας τέτοια σιωπή.

. . .

Μιλάει αργά τη διάλεκτο, όπως οι πέτρες
αυτού του λόφου, είναι τόσο τραχιά και σκληρή
που είκοσι χρόνια ιδιωμάτων και διαφορετικών ωκεανών
δεν την άλλαξαν. Περπατάει στην ανηφόρα ανήσυχος
με ένα σληρό βλέμμα που θυμάμαι από παιδί
να έχουν οι αγρότες, όταν είναι κουρασμένοι

από το ποίημα 
οι θάλασσες του νότου


Πάρα πολύ θάλασσα. Είδαμε πολύ θάλασσα.
Αργά το σούρουπο που το νερό απλώνεται άτονο
και ξεθωριασμένο στο τίποτα, ο φίλος μου το κοιτάει επίμονα
και εγώ κοιτάω το φίλο μου και κανείς δεν μιλάει.
Το βράδυ καταλήγουμε στο βάθος μιας ταβέρνας μες στους καπνούς
μονάχοι μας να πίνουμε παρέα. Ο φίλος μου έχει τα όνειρά του
(είναι λιγάκι μονότονα τα όνειρα, στο βουητό της θάλασσας)
όπου το νερό ανάμεσα στα νησιά δεν είναι παρά ο καθρέφτης
των λόφων που είναι διάστικτοι από καταρράκτες και αγριολούλουδα.

από το ποίημα 
Χαμένος κόσμος


cesare pavese
τα ποιήματα
εκδόσεις PRINTA
μετάφραση Γιάννης Η. Παππάς