27 Σεπ 2010

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ Παράθυρο στο Χάος

...
Το έργο τέχνης δεν υπάρχει παρά καταργώντας το λειτουργικό και το καθημερινό, αποκαλύπτοντας την Άλλη πλευρά που απογυμνώνει από κάθε σημασία τις συνηθισμένες πλευρές, δημιουργώντας μια σχισμή απ' όπου διαβλέπουμε την Άβυσσο, το Απύθμενο πάνω στο οποίο ζούμε διαρκώς, προσπαθώντας διαρκώς να ξεχάσουμε.

...
Διανύουμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας στην επιφάνεια, αιχμάλωτοι των φροντίδων, των ασήμαντων ασχολιών, της διασκέδασης. Γνωρίζουμε, όμως ή πρέπει να γνωρίζουμε, ότι ζούμε στο χείλος μιας διπλής Αβύσσου, ή Χάους ή απύθμενου Βαράθρου. Η Άβυσσος που είμαστε, που είμαστε εμείς οι ίδιοι, εντός του ίδιου του εαυτού μας και για τον εαυτό μας. Η Άβυσσος πίσω από τα εύθραυστα φαινόμενα, το αποσαθρωμένο κάλυμμα του οργανωμένου κόσμου και ακόμα και του κόσμου τον οποίο υποτίθεται πως ερμηνεύει η επιστήμη.  ...

...
Οι μόνοι συλλογικοί στόχοι που αυτή η κοινωνία δείχνει ικανή να θέσει στον εαυτό της είναι στόχοι περιθωριακοί και φιλανθρωπικοί: ναύλωση πλοίου για το Βιετνάμ, Γιατροί του Κόσμου,κ.λπ. Αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις είναι αδύνατον να αποκλείσουμε την ιδέα ότι όλα αυτά γίνονται για να αντισταθμίσουν την ενοχή του χορτάτου και βυθισμένου στις ανέσεις δυτικού ανθρώπου απέναντι στη μοίρα που μαστίζει το υπόλοιπο της ανθρωπότητας.


από το βιβλίο
Παράθυρο στο Χάος
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ
εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ

16 Σεπ 2010

"όλα είναι δρόμος"



Μικρές ιστορίες και μερικές πρόχειρες σκέψεις
για μια πόλη  που έχει σχεδόν μυθοποιηθεί από τους έλληνες επισκέπτες της

τα παρακάτω κείμενα και οι φωτογραφίες που υπάρχουν στη σελίδα fotamag.blogspot.com/p/berlin50.html
είναι το βασικό υλικό για τα επόμενα τυπωμένα ΦΩΤΑ
που ελπίζω να είναι έτοιμα τον άλλο μήνα







Σχεδόν νεκρός ο μύθος του δυτικού πολιτισμού περιφέρει τη ματαιοδοξία του στις συννεφιασμένες μητροπόλεις χωρίς να παράγει πια τίποτα το νέο. Οι παλαιοί κάτοικοι μπουχτισμένοι από ιστορία, πολιτισμό και κατανάλωση, δεν έχουν να αγωνιστούν για τίποτα που να τους υπερβαίνει. Δεν είναι φτωχοί και καταπιεσμένοι για να τα κάψουν όλα. Μπορεί να είναι άνεργοι, αλλά επιβιώνουν από τα κρατικά επιδόματα. Μπορεί να αμφισβητούν το μύθο της κατανάλωσης αλλά ζουν μέσα στις ευκολίες του. Χλιαρός χυλός η ζωή και η τέχνη επιδοτούμενα projects. Όλοι όμως είναι πολύ κουρασμένοι και απασχολημένοι με τον εαυτό τους για να ασχοληθούν με δομικές αλλαγές.
Φυσικά απρόβλεπτος παράγοντας είναι τα εκατομμύρια των μεταναστών που έχουν κατακλύσει τη Δύση. Είναι νέοι και καταπιεσμένοι, έχουν οργή και ελπίδα, μπορούν να κάψουν τα πάντα, αλλά ίσως να μην είναι για περισσότερη ελευθερία, αλλά για το δικαίωμα στην καταναλωτική ευδαίμονα.


Η πόλη επιβιώνει πουλώντας το μύθο της. Κομβικό σημείο της Ευρωπαϊκής ιστορίας λειτουργεί συμβολικά σε πολλά επίπεδα. Παράγει και καταναλώνει τουρισμό και καλλιτεχνική ματαιοδοξία.
Φυσικά και είναι άσυλο ελευθερίας, από τα λίγα -όλοι περνούν όμορφα στο λούνα πάρκ. Ο «ανθός» της Ευρώπης ακίνδυνος και ήσυχος νερώνει με φτηνή μπίρα ξαπλωμένος στα πάρκα τις ανησυχίες και την οργή του και η ιστορία του κόσμου συνεχίζεται.
Πάμε και εμείς, από το Βαλκανικό κράτος –ανέκδοτο, βλέπουμε πάρκα, ποδήλατα και χαλαρούς ανθρώπους και χαιρόμαστε σαν παιδιά.





Ο στρατιώτης
Οι τουρίστες συνωστίζονται δίπλα του για να τον φωτογραφίσουν. Δεν καταλαβαίνεις αν ήταν άγαλμα ή ζωντανός άνθρωπος ντυμένος στρατιώτης.
Είναι εντυπωσιακό το πως η βιωμένη ζωή όταν φορέσει τα παράσημα της ιστορίας μετατρέπεται σε θέαμα. Τα σπουδαία γεγονότα, τότε που επιταχύνεται ο χρόνος και πυρακτώνεται ο χώρος, απογυμνωμένα πια από το παρόν τους, γίνονται προϊόντα και η ιστορία θέαμα. Το κοινό είναι έτοιμο, πληρώνει και καταναλώνει. Για άλλη μια φορά απαθανάτισε τις σωστές φωτογραφίες.
Ένα βράδυ τον περίμενα. Μόλις έκλεισαν τα καταστήματα και ο κόσμος σκόρπισε στα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία, έβγαλε το κράνος του, ξεκλείδωσε το ποδήλατο του και άηχα, χωρίς πρόσωπο, οδηγώντας με την μάσκα του μακιγιάζ και τα ρούχα του πολεμιστή, πέρασε την πύλη και χάθηκε στο σκοτάδι.



Ξένο σώμα
Ήταν από τις πρώτες ζεστές μέρες του καλοκαιριού. «Ημέρα μουσικής» και εκτός από την κεντρική εξέδρα, σε διάφορα σημεία του πάρκου έπαιζαν μουσικοί. Ο κόσμος περισσότερος από ένα συνηθισμένο απόγευμα ήταν σκορπισμένος παντού. Όπως κάθε μέρα αρκετοί άνθρωποι τριγύριζαν μαζεύοντας άδεια μπουκάλια. Κοίταξα τριγύρω, την είδα· πλησίαζε, μικρά γρήγορα βήματα, αποφασιστικά και διστακτικά ταυτόχρονα. Κοιτούσε τα μπουκάλια και ρωτούσε με το βλέμμα. Γρήγορα γρήγορα γέμιζε τις σακούλες του σούπερ μάρκετ. Παρά τις ανάλαφρες κινήσεις της, ήταν ξένο σώμα. Τα χρωματιστά ρούχα, η μαντίλα, τα πασουμάκια, το αφηρημένο βλέμμα, όλα ήταν ξένα. Προσπαθώ να τη φανταστώ στο φυσικό της χώρο, να γυρίζει από το χωράφι ή να πηγαίνει στη βρύση για νερό στο χωριό της ανατολικά της Άγκυρας, ή στα προάστια της Istanbul, ή στα βράχια της Καππαδοκίας. Με συστολή ντροπαλής κοπέλας παίρνει το μπουκάλι δίπλα μου, μόλις που πατά στο χορτάρι. Δεν είναι νέα, οι ρυτίδες της ηλικίας της προσπαθούν να κρύψουν την κρυστάλλινη ομορφιά της χωριάτικης εφηβείας της.



Το παγκάκι
Πρώτη μέρα με το ποδήλατο και η Κατερίνα δυσκολεύτηκε να το σηκώσει. Την είδε και αμέσως ήρθε και το ανέβασε στα σκαλάκια της πεζογέφυρας. Το νερό στο κανάλι ήταν ακίνητο και βρόμικο. Όλοι περνούν βιαστικά, ελάχιστοι σταματούν να χαζέψουν το κανάλι καθώς σβήνει μαζί με την μέρα στο βάθος του ουρανού.
Σβήνει το φως της μέρας, η κίτρινη λάμπα φωτίζει τα σκαλάκια. Αυτός είναι πάντα εκεί στο ίδιο παγκάκι, έξω από το φωτεινό κύκλο της λάμπας, δίπλα στην περίφραξη των έργων του δήμου. Από τις 10-11 το πρωί μέχρι αργά. Αυτός είναι ο μόνος σταθερός οι άλλοι 5-6 αλλάζουν. Μεσήλικες άντρες, αφημένοι, μιλάνε όλοι μαζί και γελούν έντονα. Κανείς δεν ασχολείται μαζί τους, αλλά ούτε εκείνοι ασχολούνται με τους περαστικούς.
Το μαγαζί με τις μπίρες είναι στην άλλη πλευρά, μόνο τότε περνούν το κανάλι, συνήθως αγοράζουν ολόκληρο το κασόνι.



Τα χάδια
Τέλος της μέρας και στην αποβάθρα του εξοχικού σταθμού ήταν λίγοι άνθρωποι που επέστρεφαν στην πόλη, χαλαροί όλοι, το τρένο θα ερχόταν σε δέκα λεπτά. Πλησίασα στο ακυρωτικό μηχάνημα, το ζευγάρι που καθόταν στο παγκάκι ήταν πολύ νεαρό, φιλιόντουσαν με πάθος, κολλημένος πάνω της ο άντρας της χάιδευε ερωτικά, σχεδόν χυδαία, τον κώλο.
Δέσαμε τα ποδήλατα και καθίσαμε δίπλα. Απέναντι καθόταν το ζευγάρι, κοιταζόντουσαν γλυκά, δεν μιλούσαν. Ο άντρας ακούμπησε προσεκτικά την παλάμη του στην κοιλιά της, έκανε μερικές αργές κυκλικές κινήσεις και συντονίζοντας το χέρι του με την αναπνοή της το κράτησε στην κοιλιά της. Πρέπει να ήταν 5-6 μηνών έγκυος.


  
Ο περφόρμερ
Ασυννέφιαστη Κυριακή και το market είχε κίνηση. 11 και όλοι είχαμε από ώρα στήσει τους πάγκους μας. Ήρθε βιαστικά κρατώντας μια μεγάλη τσάντα και δύο μικρά σκαμπό. Κάθισε δίπλα μας στην είσοδο του market. Με γρήγορες κινήσεις έβγαλε τα μικρά στρογγυλά βαζάκια, τα τακτοποίησε πρόχειρα σε σειρές και κάθισε στο ένα σκαμπό.
Έπιασε αμέσως δουλειά, ο τόνος της φωνής του χαλαρός και ευχάριστος, μιλούσε σε όλους ή πιο σωστά σε όσους φορούσαν δερμάτινα παπούτσια. Στην αρχή τον προσπερνούσαν χαμογελώντας στο κάλεσμα του, μετά κοντοστέκονταν και οι περισσότεροι γυρνούσαν και ακουμπούσαν τα παπούτσια τους στο άλλο σκαμπό –δωρεάν ήταν εξάλλου. Σαν φίλος από παλιά, τους μιλούσε για τα πλεονεκτήματα του βερνικιού. Δεν ήταν μονόλογος, τους άφηνε χώρο να μιλήσουν. Πριν τελειώσει το γυάλισμα τους είχε πείσει, αγόραζαν σχεδόν όλοι και έφευγαν πιο ανάλαφροι και χαρούμενοι.
Που και που μας κοιτούσε, τα μικρά του μάτια έλαμπαν πίσω από τα γυαλιά πρεσβυωπίας. Γύρω στις 3 είχε ξεπουλήσει, “sold out!” μας είπε. Μάζεψε τα σκαμπουδάκια κι έφυγε.
Την επόμενη Κυριακή ήμασταν πιο μακριά. Τον κοιτούσα συχνά, δεν πολυμιλούσε, άφηνε τον κόσμο να περάσει χωρίς να ενδιαφέρεται. Πηγαίνοντας να πάρει καφέ μας χαμογέλασε, τα μάτια του ίδια, μόνο λίγο πιο μικρά.



Το κανό
Καθόμασταν στο χορτάρι κάτω από ένα δέντρο μπροστά στο κανάλι. Αριστερά στο διπλανό δέντρο ένας λιπόσαρκος άντρας με ασκητική γενειάδα, δίπλα του μια σακούλα με γιαούρτια και χυμούς. Δεξιά μας στην αρχή ήταν μια κοπέλα μόνη, σιγά σιγά ήρθαν οι φίλοι της, ζευγάρια στην ηλικία της. Είχε γενέθλια.
Μπροστά μας ήρθε ένα ζευγάρι με ένα καρότσι με γρήγορες και σίγουρες κινήσεις ξετύλιξαν τα πράγματα, άπλωσαν τα ξύλινα μέρη τα συνδύασαν με τα πάνινα, ο άντρας βίδωνε και η γυναίκα βοηθούσε διακριτικά.
Το κανάλι είχε πολύ κίνηση, μεγάλα σκάφη με κουδουνισμένους από τον ήλιο τουρίστες στις πλαστικές καρέκλες, αλλά και πολλά ιδιωτικά πολυτελή γιοτ. Αυτάρεσκα περιφερόμενα βλέμματα, ο πλούτος έχει σχεδόν πάντα την ίδια κουρασμένη και κενή όψη. Μια κοπέλα μας φωτογράφισε αδιάφορα, το κορίτσι που είχε γενέθλια τής έτεινε τεντωμένο το μεσαίο δάκτυλο.
Εν το μεταξύ το ζευγάρι, ήταν αφοσιωμένο στη συναρμολόγηση, τους πήρε περίπου 40 λεπτά. Ο άντρας το έλεγξε προσεκτικά γύρω γύρω, κοιτάχτηκαν και με συγχρονισμένες κινήσεις το έριξαν στο νερό και μπήκαν μέσα. Τους χειροκροτήσαμε, ξαφνιάστηκαν, μας χαμογέλασαν και έφυγαν κωπηλατώντας.



Η φωτοτυπία
Βράδυ ποδοσφαίρου και τα μπαρ του δρόμου γεμάτα. Και οι δυο τους γύρω στα είκοσι, το κορίτσι με ξανθά μαλλιά και αφέλειες κρατούσε τις μικρές αφίσες και το αγόρι πέρναγε την κόλλα. Πλησίασα το νωπό ακόμα χαρτί φωτοτυπίας, γράμματα με μαρκαδόρο και στο κέντρο μια α/μ φωτογραφία, σε ένα καναπέ ξαπλωμένη μια ξανθιά κοπέλα με αφέλειες και μπροστά της καθιστός στο πάτωμα ένας νέος και οι δυο κοιτούσαν το φακό. Σε τρεις μέρες έπαιζαν μουσική σε κοντινό μαγαζί.



Το παράθυρο με τις γλάστρες
Το συλλαλητήριο ήταν μεγάλο, όχι τόσο για τα νέα οικονομικά μέτρα όσο γι’ αυτά που προαισθάνονταν όλοι ότι θα ακολουθήσουν. Οι περισσότεροι δρόμοι του κέντρου ήταν αποκλεισμένοι, καθόλου αυτοκίνητα και ελάχιστοι κίνηση από ποδήλατα και πεζούς.
Έψαχνα ένα βιβλιοπωλείο, το ψιλόβροχο γυάλιζε τις λειασμένες πέτρες του δρόμου, σχεδόν είχα φτάσει όταν με την άκρη του ματιού κατάλαβα ότι κάποιος με κοιτάζει, γύρισα αυτόματα δεξιά. Το μεγάλο παράθυρο του ισογείου ήταν ανοικτό και το πρεβάζι ήταν γεμάτο με χρωματιστές γλάστρες. Ήταν ηλικιωμένη, τα μαλλιά της λευκά φορμαρισμένα, τα χέρια της ακουμπισμένα ανάμεσα στις γλάστρες. Μόλις που πρόλαβα να ανταποδώσω το λαμπερό της χαμόγελο.



Στην παραλία
Carnival festival, πολυεθνικό φεστιβάλ από τα μεγαλύτερα της πόλης. Χιλιάδες άνθρωποι τριγύριζαν στα περίπτερα, έπιναν μπίρες στο χορτάρι, χάζευαν τις συναυλίες και τους περφόρμερ. Αυτός φορούσε βερμούδα, χρωματιστό πουκάμισο και γυαλιά ηλίου, ήταν ακουμπισμένος στους αγκώνες και ξαπλωμένος στην πετσέτα θαλάσσης. Δίπλα του ένα τεράστιο μαγνητόφωνο, από τα παλιά του ’80. Κοιτούσε σταθερά μπροστά, ακίνητος σαν φωτογραφία, αυτόνομος στα δύο τετραγωνικά μέτρα που του αντιστοιχούσαν. Τριγύρω του χαμός από κόσμο και μουσικές.
Τον κοιτούσα τακτικά μέχρι που νύχτωσε και έσβησε απ’ το φως των προβολέων που φώτισαν τη διπλανή σκηνή.



Γερμανία-Γκάνα 1-0
Σαν ποτάμι χυνόταν το φως της δύσης στο δρόμο και πάνω μας, φωτίζοντας εφαπτομενικά τις παλιές προσόψεις. Ήμασταν στο μοναδικό καφέ που θα μπορούσε να μην βλέπει ποδόσφαιρο. Όμως την τελευταία στιγμή έβγαλαν μια παλιά τηλεόραση βαμμένη με χρυσό σπρέι. Κόντρα στο φως στην αρχή δεν βλέπαμε τίποτα. Η Αφρικανική ομάδα, η έκπληξη του μουντιάλ, έπαιζε πολύ καλά.
Οι μόνοι που δεν παρακολουθούσαν καθόταν πίσω μας. Ήταν μια γλυκιά κοπέλα, δημοσιογράφος μάλλον, που έπαιρνε συνέντευξη από έναν νέο Αμερικανό μουσικό. Δεν είχε μαγνητόφωνο, κρατούσε που και που σημειώσεις. Οι ερωτήσεις της χαμηλόφωνες μόλις που προλάβαιναν να διατυπωθούν. Ο μουσικός, χείμαρος, μιλούσε συνεχώς για τον εαυτό του, την οικογένεια του, τη ζωή στην Αμερική, σχεδόν φώναζε αγχωμένα. Η κοπέλα χάζευε τριγύρω, μουτζούρωνε τα χαρτιά της, έμοιαζε να βαριέται. Την γλίτωσε το γκολ, όλη η πόλη αντήχησε από τις κραυγές. Τότε μόνο τινάχτηκε λίγο και ρώτησε τη συμβαίνει.



TOILETTE
Στην κορφή του λόφου είναι το μεγάλο, μακρόστενο και ελαφρά καμπύλο κτίριο, άριστα συντηρημένο. Φροντισμένοι και οι κήποι που με πεζούλες κατεβαίνουν προς το μεγάλο πάρκο. Οι τουρίστες κουρδισμένοι τριγυρίζουν αλληλοφωτογραφιζόμενοι στο θερινό ανάκτορο της Πρωσικής αυτοκρατορίας. Τόπος νεκρός εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες, συντηρείτε για να βλέπετε.
Αποφορτισμένος ο χώρος από το όποιο ιστορικό του βάρος και με τα αρχιτεκτονικά του χαρακτηριστικά μνημειακά μεν αλλά αδύναμα να διασχίσουν το μελλοντικό χρόνο, επιδεικνύει την υπερβολή του πλούτου και της δύναμης – άδειο γράμμα σε μια εποχή που αφενός έχει ξεπεράσει τις αυτοκρατορίες και αφετέρου έχει τα δικά της μνημεία ξιπασιάς και ματαιοδοξίας. Κέλυφος κενό το παλάτι λοιπόν, νεκρός χώρος και νεκρός χρόνος, ίσως τέλειο σκηνικό για ταινίες εποχής.
Φεύγοντας κοντοστάθηκα στην πίσω πλευρά που ήταν λίγο αφημένη. Πίσω από μια μισάνοιχτη πόρτα με την μπογιά ξεφλουδισμένη, καθόταν μια γυναίκα με στολή καθαρίστριας με τα χέρια ακουμπισμένα στα πόδια της. Στο τζάμι μια μικρή πινακίδα έγραφε TOILETTE.



Δίπλα στο κανάλι
Περπατώ δίπλα στο κανάλι. Το νερό βουβό και ακίνητο καθρεφτίζει τις ήσυχες προσόψεις των πενταώροφων κτιρίων. Οι περισσότερες απαλλαγμένες από τη μπαρόκ νεοκλασικότητα των δυτικών μητροπόλεων. Οι προσόψεις αυστηρές και αρχιτεκτονημένες, σαν μουσική γραμμένη σε κάνναβο υπακούουν σε έναν εσωτερικό ρυθμό. Μεγάλα παράθυρα με λευκά κουφώματα και δυο χρώματα στους τοίχους. Λεπτές οι διαφορές του ενός κτιρίου από το άλλο, προϋποθέτουν το βλέμμα του θεατή να συμπληρώνει την έξυπνη σκέψη των σχεδιαστών.




«όλα είναι δρόμος»
Νησίδα ελευθερίας ο δρόμος, το πάρκο, η πλατεία, ο αστικός δημόσιος χώρος. Τόπος συνάντησης του ιδιωτικού με τον Άλλο, όπου η αυθάδεια, η αλληλεγγύη, ο ερωτισμός, δημιουργούν σχέσεις αδιαφορώντας για την προσομοιωμένη ζωή των hi-tech οικοσκευών.
Η βόλτα έξω είναι ανοικτή, όσο αντέχει ο καθένας, από τις μπίρες στο πάρκο μέχρι τη χωρίς όρια περιπλάνηση και τη βίωση της ζωής σαν αλήτικη φαντασμαγορία. Φυσικά γνώστες όλοι της ματαιόδοξης μυθοποίησης του ταξιδιού και του δρόμου από την τέχνη – εύκολος τρόπος φυγής από το αδιέξοδο ερώτημα της ύπαρξης.
Γοητευμένος απ’ αυτή τη χυμώδη και άτακτη αστική μυθολογία, αδυνατώ να συντονιστώ μαζί της – καταναγκασμένος ίσως, να κουβαλώ τον κυκλικό και άχρονο χρόνο του χωριού μου σαν μέτρο σύγκρισης και μόνιμης, έστω ασυνείδητης, αναφοράς.

14 Σεπ 2010

Σωτήρης Δημητρίου ΣΑΝ ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟ ΝΕΡΟ

Η αγάπη που διπλασιάζει το καλό και μοιράζει το κακό ίσως μου 'δειχνε τον δρόμο, ίσως όπλιζε την θέληση μου με θάρρος, ίσως αφαιρούσε υπακοή και φόβο.
Από κείνον τον χειμώνα και πέρα χειμώνας ήταν η ζωή μου.
Ο κόμπος που άλυτος με ακολουθούσε απ' την γη ήταν ότι σχεδόν ποτέ δεν ήμουν εν ζωή ολόκληρος στις στιγμές του παρόντος. Διεύφευγε η ουσία μου, πότε στις αναμνήσεις, πότε στις προσδοκίες.

Είδα το χωριό μου και τα συκαρμαθιασμένα γειτονικά χωριά, πριν ακόμα περιχαρακωθούν στο κράτος, και θαύμασα τον σφριγηλό πολιτισμό τους. Τα πιο πολλά πράγματα -με δυσκολία βέβαια- τα έφτιαχναν μόνοι τους. Αλλά αυτή η δυσκολία τούς έμαθε να ξεχωρίζουν το σημαντικό και το απαραίτητο και ενστάλαζε στα αντικείμενα αφοσιωμένον χρόνο.

Επίσης η ατομική φαντασία τους εκινείτο στα όρια της συλλογικής φαντασίας. Έτσι, το κάθε χρηστικό έργο τέχνης ήταν και δεν ήταν αναμενόμενο. Δεν ένιωθαν την ανάγκη της συνεχούς εκπλήξεως· ή μάλλον οι πολλές μικρές εκπλήξεις ήταν κρίκοι στις αργές διαδοχές των καιρών. Συνεπώς και οι αφομοιώσεις τους ήταν φυσικές. Γενεές επί γενεών γεννιόντουσαν, μεγάλωναν και πέθαιναν με το ίδιο καζάνι, με το ίδιο βεργί, με το ίδιο μπρίκι.

Η συνύπαρξη με το φυσικό τους περιβάλλον ήταν αρμονική. Δρόμος ήταν το μονοπάτι που άνοιγαν τα πόδια τους ή τα πόδια των ζώων τους στους αιώνες.

Αλλά και η γλώσσα τους έμοιαζε να είναι χειροποίητη. Πηγή της αέναη, η θαλερή ανθρωποφύση. Τροφοδότης της τα φεύγοντα σύννεφα του φθινοπώρου, το σμίξιμο του ανέμου με τις χελιδρονιές, τα κοτσύφια της λακκιάς, το βουητό της μέλισσας, το βλασταροντυμένο ρυάκι, η ησυχία και η μουσική της θερινής νύχτας, το δέος του χιονισμένου βοριά.

Η σπορά και ο θέρος, η γέννα και ο θάνατος των οικείων ζώων τους μπόλιαζαν αυτήν την γλώσσα με την κραταιά γνώση ότι όλα πεθαίνουν και όλα αναγεννώνται. Έπεφταν ολόσωμα και ολόψυχα στην καρδιά του πένθους, πλάι στον νεκρό και ίσως γι' αυτό απ' την άλλη μέρα κιόλας αχνόφεγγε μια χαραμάδα φωτός. Ήξεραν να πενθούν γι' αυτό ήξεραν και να χαίρονται, ήξεραν να μοιρολογούν γι' αυτό και τραγουδούσαν.

Θρησκευτικές τελετές, τελετές εθίμων, γεωργικές τελετές -που τις πιο πολλές φορές υπήρχε αλληλοεισδοχή μεταξύ τους- σφυρηλάτησανν ένα ισχυρό ψυχικό ανάχωμα στην γραμμικότητα του χρόνου, στο χαώδες μέλλον.

Καθοδηγούμενο -κατ' ουσίαν προστατευμένο- το καθένα πρόσωπο δεν είχε την βασική ευθύνη για τη ζωή του. Έτσι απολάμβανε μια διαρκή ψυχική αρμονία -ακόμα κι αν ήταν κακότυχο- δεν το ταλάνιζαν οι συγκρούσεις για τις εγκαταλελειμμένες -ουσιαστικά ανύπαρκτες, επειδή είναι άπειρες- επιλογές.

Δεν ένιωθαν οι άνθρωποι την ανάγκη να ταξιδέψουν. Κάθε ημέρα στο χωριό ήταν ένα πολύσημο ταξίδι στο πάντα καινούργιο σκηνικό της, ένας συσταλμένος ενιαύσιος που διεύρυνε με θετική υποκειμενικότητα το χρόνο.

Με την παγίωση του νεοελληνικού κράτους τα χωριά σιγά-σιγά έπαψαν να δημιουργούν πολιτισμό. Κατ' αρχάς με την εθνική εκπαίδευση η οποία περιφρόνησε βαθύτατα την μητρική γλώσσα και τους γλωσσικούς τρόπους των χωρικών. Δεν φυτεύει η εκπαίδευση λέξεις· μάλλον ξεριζώνει αυτές που φυτεύει η ζωή.

Μέχρι το χωράφι της πήγαινε μια χωριάτισσα κι αυτά που είχε να διηγηθεί -και τα εδιηγείτο- ήταν ολόκληρη περιπέτεια. Με τα βήματα της ζωγράφιζε την ζωή της. Ζωή πεζή.



από το βιβλίο
Σαν το λίγο το νερό
εκδόσεις
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

7 φωτογραφίες από το τελευταίο μπάνιο




Άπνοια και η θάλασσα άσπρη, όχι διάφανη, άσπρη και ακύμαντη. Αρκετός κόσμος ήταν ξαπλωμένος στην παχιά αμμουδιά γύρω από τα γλειμμένα βράχια. Όλοι σχεδόν, γυμνοί. Γυμνοί και ηλικιωμένοι. Με μαγιό μόνο μια οικογένεια με δύο μικρά παιδιά και δύο νέοι, άντρας και γυναίκα γύρω στα 25 που μέχρι τη μέση στο νερό κουβέντιαζαν ακίνητοι. Μιλούσε ο νεαρός και η κοπέλα τον άκουγε με φλογερό βλέμμα. Πίσω από τα βράχια στη μικρή εκκλησία μαζευόταν κόσμος. Στον ορίζοντα της θάλασσας, η Πάρος, που γρήγορα κρύφτηκε από την υγρασία και τα χαμηλά γκρίζα σύννεφα βροχής. Τα επόμενα λεπτά το φως και ο ουρανός άλλαζαν συνεχώς. Ο ήλιος έφτασε τα σύννεφα και κρύφτηκε, για ελάχιστο χρόνο το περίγραμμα τους έγινε χρυσό. Η ατμόσφαιρα ήταν απόκοσμη, σκοτείνιασε, αστραπές και βροντές πάνω από τα βουνά της Πάρου, ένιωθες τη βροχή που έπεφτε πάνω τους. Τα σύννεφα μετακινούνταν γρήγορα προς τη Νάξο.
Πίσω μας τώρα στην μακριά ξύλινη ράμπα που χώριζε την παραλία από τους κέδρους πέρναγε με βιολί και λαούτο ο γάμος που πήγαινε στην εκκλησία. Η παραλία είχε εν το μεταξύ αδειάσει από κόσμο, το ζευγάρι είχε βγει έξω συνεχίζοντας να κουβεντιάζει, με την κοπέλα να κοιτάζει με το ίδιο πάντα βλέμμα. Η οικογένεια έπαιζε στα βράχια.
Τα σύννεφα ήταν πια στη Νάξο, πάνω μας ο ουρανός μολυβένιος, στην Πάρο όμως καθαρός, έτσι ο ήλιος ξαναβγήκε λίγα λεπτά πριν τη δύση του. Έλαμψαν τα πάντα, η άμμος, τα βράχια, η μικρή εκκλησία, τα πρόσωπα και τα σώματα μας. Οι καλεσμένοι έβγαζαν φωτογραφίες, το ίδιο και το ζευγάρι που επιτέλους κατάλαβε την μοναδικότητα της στιγμής. Ήταν θέμα λίγων λεπτών να φιληθούν. Ο γάμος τέλειωσε, τα σύννεφα φτάνοντας στα βουνά έριξαν και σε μας λίγες ψιχάλες. Οι καλεσμένοι, με τα χρωματιστά τους ρούχα, ακάλυπτοι στο εκκλησάκι τρόμαξαν και ξανά στη ράμπα, έφυγαν βιαστικά. Έμειναν μόνο οι νιόπαντροι, η φωτογράφος και ο καμεραμάν να απαθανατίζουν την ιστορικότητα της στιγμής. Ο ήλιος είχε πια δύση, πάνω μας ο ουρανός καθαρός και στα ορεινά της Νάξου πρέπει να έβρεχε. Το ζευγάρι εδώ και λίγα λεπτά, ξεπερνώντας την υπερένταση του ξαφνικού έρωτα, φιλιόταν ακατάπαυστα. Σταθερή στην ώρα της, όπως κάθε απόγευμα ήρθε μια ηλικιωμένη γυναίκα με μαύρα γυαλιά ηλίου, γυμνώθηκε και βούτηξε στη θάλασσα. Η οικογένεια κατέβηκε από τα βράχια και ενώ ετοιμαζόταν να φύγουν, αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί σε ένα σφιχτό κύκλο, σήκωσαν το μικρό για να τους φτάνει και γελώντας φιλούσαν ο ένας τον άλλο. Τόση ώρα περνούν όμορφα χωρίς να κάνουν τίποτα το ιδιαίτερο, συντονισμένοι ο ένας με τον άλλο. Έφυγαν με τα παιδιά να παίζουν με το διπλό τους σωσίβιο. Οι νεόνυμφοι φωτογραφίζονταν τώρα στη θάλασσα. Στο ερωτευμένο ζευγάρι η κοπέλα γελώντας κράταγε την πετσέτα γύρω από την μέση του νεαρού για να αλλάξει το μαγιό του.
Στο τελευταίο φως, η φύση είχε πια ησυχάσει. Έφυγαν όλοι, οι νεόνυμφοι διέσχισαν μόνοι τους τη ράμπα. Μόνο η γυναίκα που ήρθε αργά τέλειωσε το τσιγάρο της στα βράχια, σήκωσε τη τσάντα της και με αργές κινήσεις κρύφτηκε στο σκοτάδι.

1 παλιά φωτογραφία




Η Σοφία

Γεννήθηκε γύρω στα 1870 σε ένα ορεινό χωριό της Νάξου. Νέα μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη και εργάστηκε σε σπίτι πλούσιας Ελληνικής οικογένειας. Γύρισε στην Νάξο και παντρεύτηκε στο χωριό της όπου και έζησε την υπόλοιπη ζωή της. Γέννησε 6 παιδιά.
Η φωτογραφία πρέπει να τραβήχτηκε στην Αθήνα μεταξύ 1910 και 1920. Αριστερά είναι η αδελφή της και πίσω της ένα από τα αδέλφια της. Η φωτογραφία από τότε είναι στο ίδιο δωμάτιο. Μαζί με το παλιό ξύλινο κρεβάτι.
Τίποτε άλλο δεν γνωρίζω για τη φωτογραφία.

3 λεπτομέρειες από ένα όμορφο σπίτι

2 φωτογραφίες από τον απέναντι λόφο




Στέκεται απέναντι από το χωριό σαν τρισδιάστατο ισόπλευρο τρίγωνο, αρχετυπικό σχήμα βουνού, όπως θα το ζωγράφιζε ένα παιδί. Ανεβαίνει από το ποτάμι με πλατιές αναβαθμίδες, με μποστάνια, αμπέλια, ελιές, συκιές, βελανιδιές και χαμηλούς θάμνους. Ανάμεσα τους βόσκουν οικόσιτα πτηνά, κότες, κοκόρια, πάπιες γαλοπούλες, αλλά και πολλά κατσίκια και πρόβατα περιορισμένα μέσα σε ξερολιθιές και σύρματα. Τα ζώα όλη μέρα τριγυρίζουν νωχελικά στο χώρο που τους αναλογεί, αράζουν κάτω από τα δέντρα ή ξαπλώνουν στο ξερό πια χώμα, αφού έχουν φάει ότι μπορούσε να φυτρώσει. Αργά το απόγευμα ανήσυχα στριμώχνονται στις ταϊστρες περιμένοντας την τροφή τους.
Καθώς ανεβαίνει ο λόφος το χώμα και η βλάστηση λιγοστεύει, στην κορφή μένουν γυμνά τα βράχια. Ο λόφος είναι νότια του χωριού έτσι κοιτάζει συνεχώς τον ήλιο και όταν ησυχάσει η μέρα και οι άνθρωποι, μέχρι το επόμενο πρωί ακούγονται οι φωνές όλων των ζώων και των πτηνών.Ένας ολόκληρος κόσμος που κάθε βράδυ σπάει την ησυχία του ορεινού χωριού. Οι άνθρωποι δεν δίνουν σημασία, ίσως και να τους νανουρίζουν οι φωνές τους.
Φυλακισμένα στον όμορφο λόφο μάλλον γνωρίζουν την τύχη της οικόσιτης προστασίας τους.

2 φωτογραφίες με τον Milky Way


συντροφιά με τον γαλαξία μας

3 φωτογραφίες μετά τη δύση

6 φωτογραφίες δίπλα στη θάλασσα

7 φωτογραφίες από τον Ζα