30 Αυγ 2013

20130827 πως βρέθηκες εδώ; απαντά η μάρω










με την μάρω και τον κώστα βρεθήκαμε αργά το βράδυ στο τραπεζάκι έξω από το μαγαζί πίνοντας μπύρες.
«λοιπόν πως βρεθήκατε εδώ;»
«το ενενήντα τέσσερα ήρθε στη χίο ο θείος μου που ήταν εργολάβος και είχε πάρει μια μεγάλη δουλειά, έμεινε σχεδόν δυο χρόνια στο βροντάδο. ήρθαμε και μεις για διακοπές αλλά δεν έτυχε να περάσουμε από το χωριό. στην αθήνα γνώρισα τη λιάνα γιατί τα κορίτσια μας έκαναν μαζί χορό. μιλώντας για τις διακοπές μας, μου είπε ότι είχε αγοράσει σπίτι στην καλαμωτή, ότι έχει ωραία και φτηνά σπίτια. είπαμε στο θείο να έρθει να δει, αλλά δεν κατάλαβε και πήγε στην καλλιμασιά και μας είπε οτι δεν είναι κάτι ιδιαίτερο το χωριό. τελικά ένα σαββατοκύριακο ήρθαμε να δούμε μόνοι μας. η λιάνα μας είπε με ποιόν να μιλήσουμε, το σπίτι που αγοράσαμε ήταν το πρώτο που είδαμε, μας άρεσε πολύ, αλλά είχε ένα πρόβλημα με τα κληρονομικά και πέρασαν λίγοι μήνες μέχρι να τακτοποιηθεί, ο ιδιοκτήτης μας έδωσε το λόγο του, δεν υπογράψαμε χαρτιά, εγώ είχα αγωνία μήπως το πάρει άλλος. τελικά αρχές του ενενήντα πέντε το αγοράσαμε. το σπίτι δεν ήταν σε κατάσταση να κατοικηθεί. μπλέξαμε με τους μαστόρους, δεν μπορούσαμε να συννενοηθούμε από την αθήνα, ήμασταν και πολύ νέοι, δεν ξέραμε από αυτά, ο κώστας ήταν τριάντα και εγώ εικοσιεπτά, δουλεύαμε, είχαμε τα κορίτσια μωρά. απογοητευτήκαμε, σκεφτήκαμε να τα παρατήσουμε, συνεχώς δίναμε χρήματα και οι δουλειές δεν γίνονταν. πήγαμε και διακοπές στην μυτιλήνη, η γιαγιά μου καταγόταν από την καλλονή, μας άρεσε πολύ και είπαμε ότι κάναμε λάθος επιλογή. τελικά με τη βοήθεια του θείου που μας έστειλε συνεργεία από τη χώρα το τελειώσαμε.
από κι και πέρα όλα πήγαν καλά, είμασταν ενθουσιασμένοι που είχαμε σπίτι σ' αυτό το χωριό, ερχόμασταν συνεχώς τα πρώτα χρόνια, αργίες, χειμώνα. δεν ξέραμε ανθρώπους, καθόμασταν στο καφενείο του στεφανή. οι ντόπιοι μας φέρθηκαν πολύ καλά. ξέραμε ότι είχαν αγοραστεί δυο τρία σπίτια αλλά αργήσαμε να γνωριστούμε. η λιάνα άργησε να το φτιάξει. στα παιδιά από την αρχή άρεσε πολύ και το θεωρούν το χωριό τους.»
«στο ισόγειο υπήρχε ένας φούρνος γιατί τον γκρεμίσατε;»
«ήταν πολύ μεγάλος, ίσα ίσα χωρούσες να περάσεις για τη σκάλα. στη θέση του φτιάξαμε τον ξενώνα, ήταν και το πρώτο που τέλειωσε, στην αρχή μέναμε εκεί.»



20130830 ήρθε το γάλα;




καλημέρα
καλημέρα
έχει ψωμί ολικής;
για να δούμε, αυτό πρέπει να είναι από χθες, αυτό το μισό το έχει κρατήσει για κάποιον; δεν ξέρω, δεν πειράζει πάρτο
ωραία, υπάρχει γλυκό λεμόνι;
υπάρχει, αλλά δεν έχω, είναι ακριβό και δεν πήρα
τι άλλο έχει; να πάρω το καρυδάκι; α το συκαλάκι, ωραία. τι ώρα έρχεται το γάλα;
ε σε λίγο, σε μισή ώρα..
αυτό πότε λήγει;
τι γράφει πάνω: τριανταμία, σήμερα είναι τριάντα
να το πάρω; καλά θα περιμένω, συνέχεια μας μένουν ψωμιά, γάλατα, κρίμα είναι
ναι. πότε φεύγεται;
δευτέρα βράδυ, εσύ;
ίσως φύγω για λίγο τέλος της βδομάδας και θα ξαναγυρίσω
ωραία, πόσο είναι;
δύο ενενηνταπέντε, ευχαριστώ
και γω ευχαριστώ, γεια
γεια





29 Αυγ 2013

20130828 πως βρέθηκες εδώ; απαντά η μαριάννα









με τη μαριάννα μιλήσαμε βράδυ, στο πεζούλι της παναγιάς, πολύ κοντά στο σπίτι.
«τι θέλεις να σου πω;»
«πως βρεθήκατε εδώ;»
«ήρθαμε για διακοπές στη χίο τον αύγουστο του ενενήντα επτά. όλα τα προηγούμενα χρόνια πηγαίναμε στις κυκλάδες, είπα στο γιώργο ας πάμε και κάπου αλλού, αρχικά δεν ήθελε. για τη χίο μας είχε πει ο αλέξης που ερχόταν κάθε χρόνο, εγώ να σκεφτείς νόμιζα οτι ήταν χιώτης. τελικά ήρθαμε, την πρώτη μέρα μείναμε στο πυργί, δεν μας άρεσε το σπίτι, πήγαμε στα μεστά μείναμε σε ένα ολόκληρο σπίτι με αυλή, με τα λεφτά που θα δίναμε για ένα δωμάτιο στις κυκλάδες. ήμασταν με το παπάκι, γυρίσαμε αρκετά, όλες οι παραλίες και τα χωριά μας άρεσαν. σε λίγες μέρες ήρθε και η φίλη μας η βάσω με την κόρη μου με αυτοκίνητο και πήγαμε παντού. μέσα αυγούστου ήμασταν στην αγία δύναμη μόνοι μας, σ’ αυτά τα υπέροχα νερά, οι τέσσερις μας.
στην καλαμωτή δεν είχαμε έρθει ακόμη. μιλήσαμε με τον αλέξη και ήρθαμε να τον βρούμε. εκείνη τη μέρα είχαν γιορτή στην πλατεία, ήταν πολύ όμορφα, θυμάμαι που χόρεψα. ο αλέξης μας είπε πως το διπλανό του σπίτι πουλιόταν  οκτακόσιες χιλιάδες και γιατί να μην το αγοράσουμε. την μέρα που θα φεύγαμε μου μπήκε η ιδέα να το δω. ήρθαμε γύρω στις 8 το βράδυ, είχε λίγο φως, μόλις που καταφέραμε να το δούμε, θυμάμαι που ανάψαμε αναπτήρα για να δούμε κάτω από τη σκάλα. δεν το κλείσαμε τότε, στο πλοίο που ταξίδευα το σκεφτόμουν συνεχώς. όταν ξαναμιλήσαμε με την ιδιοκτήτρια, την κυρία αγγελική, μας είπε ότι η τιμή είναι ενάμιση εκατομμύριο. μου ήρθε ταμπλάς γιατί ίσα ίσα είχα μαζέψει τόσα χρήματα για να αγοράσω αυτοκίνητο και πίστευα ότι θα έφταναν να το φτιάχναμε κιόλας. εν το μεταξύ είχα πόλεμο από τους γονείς μου ‘που θα πας να αγοράσεις δίπλα στην τουρκία’ και διάφορα άλλα. τελικά το χειμώνα το αγοράσαμε. κάποιος γνωστός από τα μεστά μας βρήκε μάστορα για να κάνει τις πρώτες εργασίες. ήρθαμε πάλι το πάσχα και το καλοκαίρι του ενενήντα οκτώ, μείναμε όπως όπως σε ένα στρώμα. το σπίτι είναι μικρό και μόνοι δεν μπορούσαμε να βρούμε λύσεις για το πως θα χωρέσουν τα βασικά έπιπλα, το σεπτέμβρη ήρθε ο μανώλης, αρχιτέκτονας φίλος του γιώργου, και ανέλαβε όλες τις εργασίες, ήρθε τέσσερις-πέντε φορές μέχρι να το τελειώσει και πραγματικά βρήκε πολύ έξυπνες και όμορφες λύσεις, σε λίγα πράγματα διαφωνήσαμε. ερχόμαστε κάθε χρόνο. το επόμενο καλοκαίρι είδαμε με την φίλη μου την τασία πολλά σπίτια προς πώληση. νομίζω οτι το δικό μας μου αρέσει περισσότερο από όλα.
πρέπει να σου πω ότι ήταν το πρώτο πράγμα που αγόρασα στο όνομα μου και όχι μόνο δεν το έχω μετανιώσει αλλά νομίζω οτι είναι ότι καλύτερο έχω κάνει στη ζωή μου. έτσι χωρίς να το σκεφτώ, τρεις γενιές αθηναία, απέκτησα σπίτι σε χωριό.»
«από σας αγοράσαν νομίζω αρκετοί στο χωριό»
«τα επόμενα χρόνια από συγγενείς και φίλους, αγόρασαν η τασία, ο αδελφός μου, η κόρη μου, η βάσω και η νατάσσα με τον θάνο.»

20130826 1 φωτογραφία απέναντι από το φεγγάρι




20130826 3 φωτογραφίες από τον άγιο γιάννη




20130826 πως βρέθηκες εδώ; απαντά ο αλέξης α.










μια το βράδυ στο τραπεζάκι έξω από το μαγαζί. κανονικά το πρωί θα πήγαινα στον αλέξη αλλά μια και βρεθήκαμε εδώ, στην ησυχία της νύχτας, πιάσαμε την κουβέντα.
«πως βρέθηκες εδώ;»
«στην καλαμωτή ήρθα σαν αγροτικός γιατρός το ογδόνα πέντε και έμεινα μέχρι το ογδόντα επτά. το επέλεξα να έρθω, ήταν η πιο σημαντική απόφαση για τη ζωή μου ως τότε. έψαχνα ένα τόπο που να έχει ιστορικό φορτίο, αλλά και κόσμο για να μπορώ να βγάλω χρήματα σαν γιατρός. εδώ είχαμε μεσαιωνικό οικισμό, την καλλιέργεια της μαστίχας και αρκετούς κατοίκους και αυτό λειτούργησε πολύ καλά, τα κατάφερα καλά στη  δουλειά μου, που το είχα ανάγκη εκείνη την εποχή. πήγαινα στους αρρώστους εδώ και στα γύρω χωριά, έκανα κατ’ οίκον νοσηλεία. ένας νέος γιατρός αποκτούσε μεγάλη εμπειρία σαν αγροτικός. μου άρεσε τόσο που έμεινα ένα χρόνο παραπάνω από όσο ήμουν υποχρεωμένος. οι πελάτες μου ήταν κυρίως μεγάλης ηλικίας. κουβέντιαζα πολύ με τις ηλικιωμένες γυναίκες, ταξίδευα στο χρόνο μαζί τους. 
από το ογδόντα επτά έρχομαι κάθε χρόνο. το σπίτι το αγόρασα το ενενήντα, δεν είδα άλλο, μου άρεσε, ήταν και σε καλή κατάσταση, δεν το έφτιαξα, το κράτησα όπως ήταν. δεν ήταν θέμα χρημάτων, ήθελα να διατηρήσω το ιστορικό φορτίο που κουβαλούσε το σπίτι. δεν υπάρχει ευθεία ούτε στους τοίχους, ούτε στο πάτωμα· προσθήκες, σεισμοί και ο χρόνος το έχουν διαμορφώσει, αν έριχνα τσιμέντο να ευθυγραμμιστεί το πάτωμα τι θα έμενε από όλο αυτό; το βάφω με ασβέστη, ρίχνω λάδι και αλάτι για να σταθεροποιείται ο ασβέστης, έτσι έχουμε βάψει και το σπίτι μας στην αθήνα και μια χαρά είναι.
τα σπίτια αυτά ήταν το αποτέλεσμα των αναγκών, των υλικών και των περιορισμών της εποχής, όλοι οι χώροι είναι χρήσιμοι, έκαναν φοβερή οικονομία χώρου. εκτός από κατοικίες ήταν βιοτεχνικά εργαστήρια, κάτω είχε πιθάρια με λάδι, πάνω δίπλα στο δωμάτιο είχε πατητήρι σταφυλιών, πάνω από τη σκάλα για την ταράτσα έχω κρατήσει τα καρφιά για τις μάτσες με τα ντοματάκια.
φυσικά ένα θέμα που δεν έχει εύκολη απάντηση είναι γιατί οι ντόπιοι έφυγαν τη δεκαετία του εβδομήντα από αυτά και έχτισαν καινούργια έξω από τον μεσαιωνικό οικισμό.



το μεσημέρι πήγα στο σπίτι να βγάλω φωτογραφίες, παρατηρώντας το μαζί με τον αλέξη, μου έδειχνε προσθήκες, ακατανόητες καμάρες, σημάδια από σεισμούς, ίχνη από τις ανάγκες των προηγούμενων κατοίκων, η ιστορία του σπιτιού στην πορεία των αιώνων γραμμένη στους τοίχους, το επικλινές πάτωμα, τις θυρίδες, τα κουφώματα.

"θέλεις να προσθέσεις κάτι;"
"ίσως βρέθηκα εδώ και για λόγους υπαρξιακούς. πάντα μου άρεσαν τα κάστρα, οι κλειστοί πέτρινοι οικισμοί προσφέρουν ασφάλεια και σταθερότητα, μοιάζουν να υπάρχουν από πάντα και να συνεχίζουν να υπάρχουν και στο μέλλον, μια αίσθηση αθανασίας δηλαδή, που περνά και στους κατοίκους και μας βοηθά να σταθούμε απέναντι στο φόβο του θανάτου."

28 Αυγ 2013

20130824 πως βρέθηκες εδώ; απαντά ο κώστας α.
















 στο σπίτι του κώστα δεν είχα μπει άλλη φορά, επισκεύαζε τις αντιστάσεις της τοστιέρας. το πρώτο που πρόσεξα ήταν οι μπρουτζοσωλήνες και οι μεγάλοι διακόπτες. μέσα από τους σωλήνες περνούν τα καλώδια του ρεύματος. μου έδειξε το σπίτι. «'τακτοποίησε λίγο παιδάκι μου', μου είπε η μάνα μου, αλλά γιατί να το κάνω; έτσι είναι το σπίτι.» σκόρπια εργαλεία σε όλα τα δωμάτια. βγήκαμε στην ταράτσα, το σπίτι είναι στο πλάι της εκκλησίας του αγίου κωνσταντίνου, μπροστά μας το εντυπωσιακό καμπαναριό. «μ’αρέσει πολύ κοίτα τους πέτρινους ήλιους στις γωνίες.»
κατεβήκαμε στη βεράντα, ανοίξαμε την ομπρέλα. «λοιπόν πως βρέθηκες εδώ;»
«το ενενήντα έξι δούλευα στα ναυπηγεία σκαραμαγκά, ένας συνάδελφος μου ερχόταν με την οικογένεια του στην κώμη, τους φιλοξενούσε η αδελφή της γυναίκας του. τον σεπτέμβρη μου λέει οτι στο κοντινό χωριό πουλιούνται παλιά σπίτια σε καλή τιμή, είχε δει δύο και θα πήγαινε τώρα να τα ξαναδεί, μήπως αγοράσει ένα. πήγα για παρέα. είδαμε αρκετά σπίτια, ανοίγαμε τις πόρτες και μπαίναμε, μου άρεσε τούτο δω, τότε ήμουν και ερωτευμένος και σκεφτόμουν ότι είναι ωραία θέση δίπλα στην εκκλησία και την μικρή πλατεία για γάμο και γλέντι. δεν ήρθα για να αγοράσω αλλά το είχα στο μυαλό μου, σκεφτόμουν για τις κυκλάδες, ίσως στην ανάφη. δεν έχω χωριό, ούτε κάπου σημείο αναφοράς, τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα σε διάφορα μέρη της μακεδονίας, όπου ήταν ο πατέρας μου δασολόγος. ήθελε ένα μέρος που να είναι χωριό και εδώ ήταν έτσι, είχε ανθρώπους, καφενείο. τελικά ο φίλος μου αγόρασε κάποιο άλλο και εγώ το δεκέμβρη υπέγραψα το συμβόλαιο για αυτό. κόστισε ένα εφτακόσια. δεν ήταν κατοικίσιμο, δεν είχε μπει ποτέ ρεύμα, από τι έμαθα έμενε μέχρι τη δεκαετία του εξήντα μια φτωχή οικογένεια προσφύγων από τη μικρασία. την άνοιξη έγιναν κάποιες βασικές εργασίες, μετά εγώ πήγα στην ιαπωνία για καιρό και το άφησα, ουσιαστικά τελείωσε το δύο χιλιάδες δύο.
έρχομαι συχνά, όχι μόνο το καλοκαίρι. πάντα πήγαινα στο καφενείο καθόμουν με τους γέρους, άκουγα ιστορίες. με τους υπόλοιπους που έχουν αγοράσει σπίτια άργησα να κάνω παρέα.
φεύγοντας μου ζήτησε η μητέρα του να την φωτογραφίσω. «από που κατάγεστε;» «κατάγομαι από την ήπειρο, αλλά γεννήθηκα στην βέροια», μετακίνησα το κομψό ποδήλατο για να κάνω χώρο, τη φωτογράφησα στην πέτρινη σκάλα. ο κώστας μου έδειξε το ποδήλατο. «γιαπωνέζικο, το χρησιμοποιούσα εκεί, η ιδιαιτερότητα του είναι ότι το δυναμό και οι ταχύτητες είναι εσωτερικά.»


24 Αυγ 2013

20130823 6 φωτογραφίες από την αυλωνιά







20130823 πως βρέθηκες εδώ; απαντά ο γιώργος β.


βρεθήκαμε στο καφενείο του στεφανή, σταθερό στέκι και του γιώργου αλλά και της μεγάλης παρέας που έχει σχηματιστεί από τους "αθηναίους" που έχους αγοράσει και επισκευάσει πέτρινα σπίτια στο χωριό και έρχονται τα καλοκαίρι και το πάσχα.
"πως βρέθηκες εδώ;"
"πρώτη φορά ήρθα στη χίο το καλοκαίρι του εβδομήντα εννιά, κι από τότε έρχομαι συνέχεια. τα πρώτα χρόνια με φιλοξενούσε στα αρμόλια ένας φίλος μου από το πανεπιστήμιο. το ογδόντα πέντε ήρθα στρατιώτης στην καλαμωτή, ήταν τυχαίο. στο χωριό βρήκα τον αλέξη που ήταν αγροτικός γιατρός στο χωριό. μετά το στρατό συνέχισα να έρχομαι με την αρετή τη γυναίκα μου, νοικιάζαμε στα αρμόλια ή στη βέσσα στα σπιτάκια που είχαν επισκευαστεί με τον πρόγραμμα γυναικείου αγροτουρισμού τότε. το ογδόντα εννιά ο αλέξης αγόρασε το σπίτι του και εμείς το ενενήντα το δικό μας. ήταν ερείπιο, το επισκευάσαμε, πρέπει να ήταν το πρώτο παλιό πέτρινο σπίτι που μπήκαν σκαλωσιές, το κοιτούσαν σαν αξιοπερίεργο. πρωτομείναμε το καλοκαίρι του ενενήντα τρία με μωρό το πρώτο μας παιδί. κάναμε αγιασμό καλέσαμε το χωριό, η τότε δήμαρχος μάλιστα έβγαλε λόγο και υποσχέθηκε ότι θα κάνει υπαίθριο θέατρο την αλάνα έξω από το σπίτι και διάφορα άλλα από τα οποία δεν έγινε τίποτα.
νομίζω είναι πολύ σημαντικό οτι από τότε και τα επόμενα χρόνια ήρθαν πολλοί νέοι άνθρωποι, ζευγάρια με παιδιά, αγοράσαμε σπίτια, το χωριό απέκτησε ζωή, τα παιδιά μας θεωρούν το χωριό, χωριό τους."
πήγαμε στο σπίτι, θα φύγουν αύριο και είχαν μαζέψει όλα τα πράγματα, ότι θα έμενε στο σπίτι ήταν καλυμμένο για να προστατευθεί από την υγρασία και τη σκόνη, έτσι φωτογράφισα το σπίτι απ΄έξω.
"γιώργο πότε γεννήθηκες;"
"το πενήντα επτά."

20130822 5 φωτογραφίες απέναντι από τη θάλασσα






22 Αυγ 2013

20130822 2 φωτογραφίες από το μαγαζί



μεσημέρι
κόντρα το φως κι η ζέστη
ησυχία
μόνο ο ήχος από τα ψυγεία πίσω μου
και η χαμηλή μουσική από το λάπτοπ



20130821 8 φωτογραφίες από τον προφήτη ηλία