22 Αυγ 2011

201107 1+4 φωτογραφίες και 1 κείμενο από την κίμωλο













19 ιουλίου
Ο άντρας με το ναυτικό καπέλο

Βράδυ, στη βεράντα του καφενείου το μοναδικό άδειο τραπέζι ήταν δίπλα στην πόρτα, στενάχωρο και από πάνω του είχε το ερκοντίσιον να μας στέλνει κρύο αέρα, καθίσαμε μέχρι να αδειάσει κάποιο άλλο. Απέναντι στο πεζούλι του δρόμου καθόταν 2 ντόπιοι, ο ένας στο τραπέζι και ο άλλος στο πεζούλι, όταν άδειασε το τραπέζι, μεταφερθήκαμε εκεί. Ο άντρας στο πεζούλι, στην αρχή δεν τον πρόσεξα, ήταν όπως οι περισσότεροι νησιώτες, ηλικιωμένος με τζιν παντελόνι, πουκάμισο ανοικτό και ναυτικό καπέλο. Γρήγορα και διακριτικά μας έπιασε την κουβέντα. «Φύσηξε λιγάκι, ας πούμε και καμιά κουβέντα, αν επιτρέπετε τι σας έφερε σε τούτο το νησί;» και μετά «από που είστε;» και «με τι ασχολείσται;» Δεν είχα όρεξη για κοινότοπες κουβέντες τον ρώταγα κι εγώ περισσότερο για να του κόψω τη φόρα. Όμως από την αρχή φάνηκε ότι είναι έξυπνος και μεθοδικός, παρόλο που το συνηθισμένο παρουσιαστικό του δεν έδειχνε κάτι τέτοιο. «Ρωτώ γιατί πολλές φορές έρχονται άνθρωποι που μπορεί να γνωρίζουν πολλά για κάποια θέματα που με απασχολούν στο νησί». Μιλούσε σχεδόν συνέχεια, αλλά αργά και χαμηλόφωνο με σωστά ελληνικά και ολοκληρωμένες σκέψεις σαν έτοιμες από καιρό στο μυαλό του. Που και που μας μέτραγε διακριτικά με το βλέμμα, για να δει πόσο μπορούσε να ανοικτεί. Στην αρχή μας είπε για την ιστορία του νησιού. Ότι το νησί δεν ήταν όπως τα άλλα, είχε την πιο παλιά ιστορία με ίχνη ανθρώπων από το 5500 π.χ. από τον πορόλιθο της χτίστηκε η αρχαία Βαβυλώνα, ότι δυτικά του νησιού υπάρχει τεράστιο αρχαίο νεκροταφείο, και άρα θα υπήρχε πολύ μεγάλη πόλη εκεί κτλ. Για όσα ήταν σίγουρος μιλούσε με βεβαιότητα, έκανε όμως και πολλές εικασίες, δικά του συμπεράσματα.
Μετά μιλούσε για τις τελευταίες δεκαετίες στο νησί και τη δική του εμπλοκή. Έμοιαζε να ξέρει τα πάντα από ιστορία, μηχανική, οικονομία, πολιτική, είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση και έμοιαζε σίγουρος για αυτά που έλεγε. «Έχω κακό όνομα, εδώ με έχουν για καταχραστή, γυναικά, και ρουφιάνο» είπε ξερά. Τις επόμενες ώρες μας εξήγησε τη εννοούσε. «Και για όλα αυτά δεν με έπαιρνε κανείς για δουλειά, το κομπιούτερ έβγαζε κόκκινο» «Για κάποια χρόνια μέχρι να πάρω σύνταξη, με έσωσε η σύνταξη της μάνας μου, έτσι είμαι εδώ και καλλιεργώ φασολάκια και αμπέλια. Καμιά φορά με πιάνει η πίκρα και τα λέω. Σχεδόν δάκρυσε».
Στο μαγαζί είχαν σκουπίσει και έκλειναν τα τελευταία φώτα, μόλις φύγαμε.
Στην αρχή της κουβέντας νόμιζα ότι κάθε βράδυ ψαρεύει ξένους και λέει την ιστορία του. Μετά δεν με πείραζε ακόμα κι αν ήταν έτσι. Από τη θέση που έβλεπε τα πράγματα νομίζω ότι έλεγε αλήθεια. Το θέμα είναι ότι οι φιλοδοξίες του τον ξεπέρασαν και μάλλον έχασε το μέτρο και για τον εαυτό του και για τον τόπο.
Τις επόμενες μέρες τον είδα ένα βράδυ, μόνο στο καφενείο, έβλεπε το δελτίο ειδήσεων.

201107 5+1 φωτογραφίες και 1 κείμενο από την κίμωλο















18 ιουλίου 
2 άντρες κουβεντιάζουν στο καφενείο


Το μεσημέρι έσταζε ζέστη στο χωριό, η πλατεία άδεια, τα μαγαζιά κλειστά, μόνο το καφενείο της Αργυρούλας ήταν ανοικτό, μετά της 3 έπιαναν σκιά τα τραπέζια της βεράντας που είναι κολλημένα στο τοίχο. Καθίσαμε κάτω από το παράθυρο. Ησυχία, θα περιμέναμε καμιά ώρα να ανοίξει το σούπερ μάρκετ. Ακριβώς κάτω από τη βεράντα διασταυρώθηκαν δυο παλιά μηχανάκια: «Αδελφέ, α πιούμε μια μπίρα;» «Και δε πίνουμε». Ανέβηκαν τα σκαλάκια οι δυο άντρες ντυμένοι εργάτες, στην αρχή μου έμοιαζαν πολύ. Σκληρά χαρακτηριστικά, κουρασμένο βλέμμα αλλά και ένα ίχνος ανεμελιάς και χαλαρότητας. Ο ένας ήταν πιο μεγαλόσωμος γύρω στα 60; κι ο άλλος μικροκαμωμένος λίγο πάνω από πενήντα. Η ώρα τρεις και κάτι, μάλλον μόλις σχόλασαν από τη δουλειά. Η Αργυρώ τους έφερε το τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα που είχε σκιά, και την πρώτη μπίρα. Κουβέντιαζαν ήρεμα, χωρίς εντάσεις, χωρίς διακοπές, με ελάχιστες παύσεις, μιλώντας χαμηλόφωνα. Στην αρχή για τον πόνο στη μέση που είχε ο ένας και έπαιρνε αντιβίωση, μετά πέρασαν στην παιδική τους ηλικία, «παπούτσια πρωτόβαλα δεκατεσσάρων, αγόρασε 5-6 ζευγάρια ο πατέρας μου από το εμπορικό του .... που θα το’κλεινε τότε, κάτι λουστρίνια 5 νούμερα μεγαλύτερα και μου βαλε κάτι χαρτιά μπροστά για να τα φέρει» μίλησαν εκείνη την εποχή, όμως ψύχραιμα και στεγνά χωρίς φουσκωμένη συγκίνηση και αστεία που σε τέτοιες κουβέντες μετατρέπουν την δυσκολία σε γραφικότητα. «Τρελαινόμουν όταν μας έστελναν φρούτα από τον Πειραιά, μήλα, πορτοκάλια, έτρωγα τα μήλα με το ψωμί», «κουλούρια με σουσάμι!». Πέρασε μια γυναίκα της ηλικίας τους, ζωήρεψαν, κουβέντιαζαν για βότανα, μολόχα, και κόκκινο θυμάρι και που θα το βρεις στο νησί. Έφυγε η γυναίκα, πήραν δεύτερη μπίρα, περάσαν στις δουλειές τους. Δε μπορούσαν τις κακοτεχνίες των άλλων. «Αν δεν έχω διάθεση δε μπορώ να δουλέψω ρε αδερφέ», μικρή παύση κι ο μικροκαμωμένος: « πάω κάθε χρόνο κι αράζω μερικές μέρες στο Σούφι», «Έλα!, με σκηνή;» «Όχι, έτσι μοναχός, κοιμάμαι κάτω». Μετά είπαν για τον κεραυνό που είχε πέσει παλιά στο νησί. «Καήκαν όλα τα εικονίσματα, και η εικόνα του Άγιου Θεοδόση έγινε φωτοτυπία στον απέναντι τοίχο.» Μετά πως παίρνανε νερό από το πηγάδια. Παρελθόν και παρόν αξεχώριστα, όλα ήταν ζωντανά. Γυρνώντας από την τουαλέτα, κοντοστάθηκα και τους ρώτησα για τα βαπόρια και τους Βεντούρηδες, «Αδέλφια είναι, κάτω είναι το κότερο του ενός» και μετά ρώτησα για το πως θα πάμε στο Σούφι. «Μεθαύριο θα πάω κι εγώ», φύγαμε ταυτόχρονα.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η σκηνή, καθαρή, χωρίς τίποτα το αρνητικό. Με την στιλπνή αφαίρεση του θεάτρου και την ακατέργαστη ομορφιά της πραγματικότητας έπαιζαν τέλεια τον εαυτό τους, συμπληρωματικά, χωρίς υπερβολές, προφανώς βοηθούσε που ήταν βγαλμένοι από τον ίδιο κόσμο και ζούσαν ανάλογες ζωές. Η κουβέντα τους ήταν η ιστορία τους, και η ιστορία του τόπου τους κι ο χρόνος τους άχρονος. Δεν έλυσαν κανένα πρόβλημα, αλλά ούτε έλεγαν κοινοτοπίες, αρκετά φιλοσοφημένοι και καλοπροαίρετοι κουβέντιαζαν το βίο τους. 


201107 2 φωτογραφίες από την κίμωλο



201107 4 φωτογραφίες από την κίμωλο





20110714 4 φωτογραφίες από τα λεγραινά





20110713 4 φωτογραφίες από το λόφο φιλοπάππου