7 Απρ 2017

20170405 8 φωτογραφίες πάνω από το νησί









λιμάνι, αίπος, καρυές, φαράγγι ελίντας, σιδηρούντα, πελινναίο, βολισσός-μάναγρος, νήσος ψαρά

20170404 επτά φωτογραφίες από ένα παλιό αρχοντικό στον κάμπο της χίου








η πλαϊνή είσοδος είναι ανοικτή, η πόρτα είναι πεσμένη· η βλάστηση γύρω από το σπίτι έχει θεριέψει, οι συκιές και τα αγριόχορτα έχουν εξαφανίσει τις πορτοκαλιές. μπήκα προσεκτικά περπατώντας στα σπασμένα πλακάκια και στα ξεχαρβαλωμένα ξύλινα πατώματα. μόλις που διακρίνονται, ξεφλουδισμένα, τα διακοσμητικά στοιχεία στους τοίχους· το παλιό αρχοντικό, προφανώς λεηλατημένο, είναι απογυμνωμένο από τον εξοπλισμό του· ανοικτά μπαούλα, πεταμένα ρούχα, σπασμένες καρέκλες και πεσμένα πουριά σόμπας.

προσπάθησα να φανταστώ τον τελευταίο κάτοικο· σε ένα δωμάτιο ένας μικρός σωρός από εφημερίδες με ημερομηνίες από τα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα και μερικά εκκλησιαστικά περιοδικά σκόρπια στο πάτωμα. στο διπλανό δωμάτιο ένα μικρό ξύλινο τραπέζι φωτιζόταν όμορφα από το παράθυρο, πεσμένο δίπλα του και σκισμένο ένα τετράδιο με γραμμές, σε κάθε σελίδα τα έξοδα κάθε μήνα, σε κάθε γραμμή ένα ποσό: δεκέμβριος του ενενήντα εννιά, στις είκοσι επτά χίλιες δραχμές για λαχείο, στις τριάντα δεκατρείς χιλιάδες για ξύλα· στις τρεις αυγούστου του δύο χιλιάδες ένα, πενήντα χιλιάδες δραχμές για ποτίσματα, στις είκοσι οκτώ πέντε χιλιάδες για ούζα και λικέρ· σταθερά έξοδα κάθε μήνα για κοιμητήριο, τηλέφωνο, τρόφιμα.

άφησα το τετράδιο πάνω στο τραπέζι, σταμάτησα να ψάχνω για άλλα στοιχεία, βγήκα στη βεράντα. κάτω η αυλή και το άγριο περιβόλι, στα γύρω κτήματα δάσος οι πορτοκαλιές και οι μανταρινιές· η εκκλησία, σκόρπια κυπαρρίσια υψωμένα στον ουρανό και στο βάθος η θάλασσα. πριν φύγω ανέβηκα στον πάνω όροφο και εδώ όλα διαλυμένα, μπροστά από ένα διαλυμένο στρώμα μερικά βιβλία άρλεκιν.

2 Απρ 2017

20170214 Από τη Σιδηρούντα ως τα Κουρούνια









Όσο περνούσε η ώρα ο βορειάς μου πάγωνε τα άκρα, καθώς διέχιζα με το μηχανάκι το νησί από το νότο προς το βορρά. Σταμάτησα μετά την Ελίντα για να ζεσταθώ λίγο· όλα γύρω μου καμμένα. Στη Σιδηρούντα περίμενα το Στρατή να έρθει με το βαν από τη Χώρα. Έξω από το χωριό το τοπίο έχει απογυμνωθεί εντελώς· μοιάζει με μάθημα ανατομίας, μπορώ να διακρίνω τις παλιές πεζούλες, τους χωματόδρομους και τα μονοπάτια που πριν τη φωτιά δεν φαίνονταν από τα πεύκα και τη βλάστηση. Τριγυρίζω στο χωριό, δεν συναντώ κανένα, ούτε αυτοκίνητα υπάρχουν, το καφενείο είναι κλειστό. Ανοίγω το λάπτοπ, έχει δίκτυο και μάλιστα ελεύθερο: sidirounta wifi· συμβαίνει σε πολλά μικρά χωριά της χώρας, όσο μικρότερος ο οικισμός τόσο ποιό εύκολο είναι να έχει ελεύθερο δίκτυο. Έρχεται ο Στρατής ετοιμαζόμαστε να συνεχίσουμε προς τα πάνω με το βαν, εμφανίζεται ένας ηλικιωμένος, περπατά αργά στηριζόμενος στο πι του. «Μένουμε 4-5 μόνιμα, το καφενείο ανοίγει Παρασκευή με Κυριακή» μας μιλάει για το πως ήταν τα χωριά παλιά, πόσο κόσμο είχε η Σιδηρούντα, η Βολισσός, η Παρπαριά, για τους ρετσιμάδες που έρχονταν από άλλα μέρη, «από πιο κάτω από την Αθήνα ερχόντουσαν».

Συνεχίζουμε βόρεια, ένα κοπάδι κατσίκια έχει κάνει κατάληψη στο δρόμο, σταματούμε στην Ποταμιά. Ησυχία, και εδώ δεν υπάρχει κανείς. Καθημερινή σήμερα και οι λίγοι μόνιμοι κάτοικοι είναι στις δουλειές τους. Από ένα σπίτι βγαίνει καπνός και σε ένα άλλο είναι ανοικτά τα παράθυρα. Διαβάζω μια μαρμάρινη πλάκα που γράφει με κεφαλαία γράμματα: «Το χωριό μας θεμελιώθηκε το 1964 με παροχή από το κράτος 30.000 δραχμές για κάθε οικογένεια. Η θεμελίωση της εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων έγινε το 1968. Εργολάβος ήταν ο Δημήτριος Εμμανουήλ Καρυάμης -ιδιοκτήτης του παρόντος οικίματος- κάτοικος Ποταμιάς Χίου.»

Σταματούμε στα Αφροδίσια, κάτω από το χωριό κοντά στο δρόμο κάποιος καίει κλαδιά· τον παρατηρούμε από ψηλά, βλέπουμε τη φωτιά και τον καπνό, χωρίς να ακούμε ήχους, αν είμασταν κοντά θα ήταν εντελώς διαφορετική η αίσθηση. Σε λίγο πλησιάζει με το αλυσοπρίονο στον ώμο. «Εξυπηρέτηση μιας γειτόνισσας που είναι στην Αθήνα έκανα» μας λέει και φεύγει, δεν έχει διάθεση για πολλές πολλές κουβέντες.

Πριν τα Κουρούνια, ένα πυροφυλακιο και ένα υπαίθριο θεατράκι, μόλις που ξεχωρίζουν μέσα στα πεύκα. Μπαίνουμε στο χωριό, σταματούμε κοντά στο σχολείο· το καφενείο είναι κλειστό, η μοναδική δραστηριότητα που ακούγεται είναι μια μικρή μπετονιέρα στην πάνω πλευρά. Κατεβαίνουμε στο ποτάμι, έχει πυκνή βλάστηση και αρκετό νερό. Στο παλιό γεφύρι υπάρχει μια μαρμάρινη επιγραφή: «Γέφυρα Κυπουργιών κατασκευάσθη το 1958 δαπάναις προγράμματος μικρών κοινοφελών έργων.» Και οι δυο επιγραφές που είδα σήμερα, με αυτό το λιτό τρόπο χωρίς πολλά πολλά αφήνουν για πενήντα, εκατό ίσως και παραπάνω χρόνια ένα σημάδι για την αρχή, δηλωτικό του πως ξεκίνησε το έργο.

Ο Στρατής έχει ακούσει ότι στα Κουρούνια μένουν δυο νέοι οι οποίοι δουλεύουν με υπολογιστές και φτιάχνουν προγράμματα που τα πουλάνε στην Αμερική· ψάχνουμε να τους βρούμε, μετά από λίγο συναντούμε κάποιον: «Εδώ παραπάνω μένουν τα παιδιά». Τους φωνάζει, βγαίνει έξω ένας νεαρός και οι γονείς του. Ευγενείς μας εξηγεί ότι περίπου κάτι τέτοιο κάνουν· αλλά είναι μεσημέρι, τους αφήνουμε να φάνε και θα πάμε αργότερα.

Πιο πάνω είναι το σπίτι της Ιωάννας, που λειτουργεί σαν άτυπο καφενείο του κάτω χωριού, ήδη είναι εδώ πέντε-έξι άνθρωποι, «μόλις τελειώσουμε τις δουλειές μας μαζευόμαστε εδώ, και το καλοκαίρι έξω στην αυλή.» Ο ένας Αλβανικής καταγωγής έχει δυο παιδιά που πηγαίνουν σχολείο στη Βολισσό. Πίνουμε τον καφέ μας και επιστρέφουμε στο σπίτι με τους νεαρούς. Δίπλα στη σόμπα κάθεται ο πατέρας και ο Βασίλης ο μεγαλύτερος γιός, την μητέρα του την αφήσαμε στης Ιωάννας. «Ήρθαμε πριν τέσσερα χρόνια, η μητέρα μου κατάγεται από το χωριό, εγώ ως τότε είχα έρθει δυο φορές μόνο, αλλά μου αρέσει και στο χωριό και στα χωράφια, που πηγαίνω συχνά με τον πατέρα μου. Δεν είμαστε και πολύ μικροί, εγώ είμαι τριάντα ένα. Δουλεύω στη διαχείρηση δικτύων, πελάτες είναι κυρίως Αμερικάνικες εταιρίες και γι' αυτό εργάζομαι νύχτα που είναι μέρα στην Αμερική. Ο Δημήτρης ο αδελφός μου φτιάχνει βίντεο γκέιμ, δουλεύει σαν free lancer, συνεργάζεται με εταιρίες από όλο τον κόσμο, εργάζεται πολλές ώρες. Μας αρέσει εδώ, είμασταν τυχεροί γιατί το internet ήρθε στο χωριό λίγους μήνες πριν εγκατασταθούμε. Μας λείπουν πράγματα, κυρίως οι φίλοι, αλλά η ζωή είναι πολύ καλύτερη από την Αθήνα.»

Νύχτα πια επιστρέφουμε, μετά τη Σιδηρούντα συνεχίζω με το μηχανάκι και το κρύο.