22 Αυγ 2011

201107 5+1 φωτογραφίες και 1 κείμενο από την κίμωλο















18 ιουλίου 
2 άντρες κουβεντιάζουν στο καφενείο


Το μεσημέρι έσταζε ζέστη στο χωριό, η πλατεία άδεια, τα μαγαζιά κλειστά, μόνο το καφενείο της Αργυρούλας ήταν ανοικτό, μετά της 3 έπιαναν σκιά τα τραπέζια της βεράντας που είναι κολλημένα στο τοίχο. Καθίσαμε κάτω από το παράθυρο. Ησυχία, θα περιμέναμε καμιά ώρα να ανοίξει το σούπερ μάρκετ. Ακριβώς κάτω από τη βεράντα διασταυρώθηκαν δυο παλιά μηχανάκια: «Αδελφέ, α πιούμε μια μπίρα;» «Και δε πίνουμε». Ανέβηκαν τα σκαλάκια οι δυο άντρες ντυμένοι εργάτες, στην αρχή μου έμοιαζαν πολύ. Σκληρά χαρακτηριστικά, κουρασμένο βλέμμα αλλά και ένα ίχνος ανεμελιάς και χαλαρότητας. Ο ένας ήταν πιο μεγαλόσωμος γύρω στα 60; κι ο άλλος μικροκαμωμένος λίγο πάνω από πενήντα. Η ώρα τρεις και κάτι, μάλλον μόλις σχόλασαν από τη δουλειά. Η Αργυρώ τους έφερε το τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα που είχε σκιά, και την πρώτη μπίρα. Κουβέντιαζαν ήρεμα, χωρίς εντάσεις, χωρίς διακοπές, με ελάχιστες παύσεις, μιλώντας χαμηλόφωνα. Στην αρχή για τον πόνο στη μέση που είχε ο ένας και έπαιρνε αντιβίωση, μετά πέρασαν στην παιδική τους ηλικία, «παπούτσια πρωτόβαλα δεκατεσσάρων, αγόρασε 5-6 ζευγάρια ο πατέρας μου από το εμπορικό του .... που θα το’κλεινε τότε, κάτι λουστρίνια 5 νούμερα μεγαλύτερα και μου βαλε κάτι χαρτιά μπροστά για να τα φέρει» μίλησαν εκείνη την εποχή, όμως ψύχραιμα και στεγνά χωρίς φουσκωμένη συγκίνηση και αστεία που σε τέτοιες κουβέντες μετατρέπουν την δυσκολία σε γραφικότητα. «Τρελαινόμουν όταν μας έστελναν φρούτα από τον Πειραιά, μήλα, πορτοκάλια, έτρωγα τα μήλα με το ψωμί», «κουλούρια με σουσάμι!». Πέρασε μια γυναίκα της ηλικίας τους, ζωήρεψαν, κουβέντιαζαν για βότανα, μολόχα, και κόκκινο θυμάρι και που θα το βρεις στο νησί. Έφυγε η γυναίκα, πήραν δεύτερη μπίρα, περάσαν στις δουλειές τους. Δε μπορούσαν τις κακοτεχνίες των άλλων. «Αν δεν έχω διάθεση δε μπορώ να δουλέψω ρε αδερφέ», μικρή παύση κι ο μικροκαμωμένος: « πάω κάθε χρόνο κι αράζω μερικές μέρες στο Σούφι», «Έλα!, με σκηνή;» «Όχι, έτσι μοναχός, κοιμάμαι κάτω». Μετά είπαν για τον κεραυνό που είχε πέσει παλιά στο νησί. «Καήκαν όλα τα εικονίσματα, και η εικόνα του Άγιου Θεοδόση έγινε φωτοτυπία στον απέναντι τοίχο.» Μετά πως παίρνανε νερό από το πηγάδια. Παρελθόν και παρόν αξεχώριστα, όλα ήταν ζωντανά. Γυρνώντας από την τουαλέτα, κοντοστάθηκα και τους ρώτησα για τα βαπόρια και τους Βεντούρηδες, «Αδέλφια είναι, κάτω είναι το κότερο του ενός» και μετά ρώτησα για το πως θα πάμε στο Σούφι. «Μεθαύριο θα πάω κι εγώ», φύγαμε ταυτόχρονα.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η σκηνή, καθαρή, χωρίς τίποτα το αρνητικό. Με την στιλπνή αφαίρεση του θεάτρου και την ακατέργαστη ομορφιά της πραγματικότητας έπαιζαν τέλεια τον εαυτό τους, συμπληρωματικά, χωρίς υπερβολές, προφανώς βοηθούσε που ήταν βγαλμένοι από τον ίδιο κόσμο και ζούσαν ανάλογες ζωές. Η κουβέντα τους ήταν η ιστορία τους, και η ιστορία του τόπου τους κι ο χρόνος τους άχρονος. Δεν έλυσαν κανένα πρόβλημα, αλλά ούτε έλεγαν κοινοτοπίες, αρκετά φιλοσοφημένοι και καλοπροαίρετοι κουβέντιαζαν το βίο τους. 


Δεν υπάρχουν σχόλια: