16 Απρ 2015

από το βιβλίο ΑΘΟΣ, Ο ΔΑΣΟΝΟΜΟΣ της Μαρίας Στεφανοπούλου

Ο άνθρωπος εντέλει γίνεται αυτό που βάζει με το νου του να γίνει, ό,τι κι αν του συμβεί στο διάβα της ζωής του. Ο Γερμανός δάσκαλος μου στη Σχολή, σοβαρός επιστήμονας της δασολογίας, μας έλεγε ότι εκείνο που επιθυμεί κανείς στα νιάτα του το έχει άφθονο στα γηρατειά του. Δεν μπορούσε να μας εξηγήσει πως γίνεται αυτό. Το παιδί, έλεγε, μεγαλώνει με τις φροντίδες των γονιών του, όπως το δέντρο τρέφεται με τα μυστικά της γης. Όλοι οι γονείς έχουν βαθιά και σκοτεινά μυστικά, που γίνονται αργότερα επιθυμίες του παιδιού, θέλει δε θέλει. Καλές ή κακές επιθυμίες, κανείς δε μπορεί να το προβλέψει. Τις κυνηγάει ερήμην του το παιδί σε όλη του τη ζωή και τέλος γίνεται αυτός που έπρεπε να γίνει. Άνθρωποι και δέντρα ίδιος νόμος.

Η ζωή του δάσους είναι μόνο προσφορά. Στις καταρρακτώδεις βροχές το δάσος αντιστέκεται με τα πυκνά του φυλλώματα. Με τους κορμούς και τα βάτα προστατεύει τις πλαγιές από τη διάβρωση του εδάφους, όταν κυλούν ορμητικά τα νερά. Τις κοιλάδες τις προφυλάσσει από τη λάσπη και τους βαλτότοπους, τις πεδιάδες και τους αγρούς από τις πλημμύρες. Το τρελό νερό το φρονιμεύει, γίνεται ο ρυθμιστής της ροής του. Διαλύει τους ανεμοστρόβιλους μετατρέποντάς τους σε απαλό αεράκι, ζεσταίνει το έδαφος το χειμώνα, κρατάει το πάχος του χιονιού, επιβραδύνει το λιώσιμο του πάγου την άνοιξη, απαλύνει τον καύσωνα το καλοκαίρι. Τα δέντρα εξαγνίζουν το περιβάλλον τους. Καθώς τρέφονται από παρασιτικούς μικροοργανισμούς που αναπτύσσονται στα υγρά εδάφη, στο βρωμικό βούρκο, στα λιμνάζοντα νερά και στη χαμηλή ομίχλη, δημιουργούν έναν αέρα ζωογόνο και καθαρό. Απορροφώντας τα ύδατα που ποτίζουν το έδαφος, τα αποβάλλουν έπειτα με μεγάλες ανάσες που συμβάλλουν στη φυσική απολύμανση των βάλτων.

Αντίθετα, η μάνα μας, αεικίνητη, εξωστρεφής και ομιλητική, μας έλουζε με τη χειμαρρώδη αγάπη της, εμένα και τον Γιάννο, και προσπαθούσε να βάζει την σφραγίδα της σε όλα τα προφανή μικρογεγονότα της καθημερινής μας ζωής, επαναλαμβάνοντας συνέχεια τις λέξεις «αγάπη» και «βάρος», εξηγώντας την αγάπη με το βάρος της.

Εγώ, αντίθετα, βλέπω τη μάνα μου σαν ένα τρωτό αδύναμο πλάσμα που αναγκάστηκε να βρει το σθένος να συνεχίσει να ζει, αλλά καθόλου δεν έμοιαζε με πραγματική ζωή αυτή η συνέχεια, αφού, δίχως μοιρασμένα αισθήματα, ο άνθρωπος κατοικεί μόνο στη φυλακή του ή στον τάφο του. Τούτο είχε καταφέρει ο πόλεμος σε άτομα σαν τη Μαριάνθη που τον μισούσαν και δεν τον ακολούθησαν για να δώσουν εκεί, στον κοινό αγώνα, την προσωπική τους μάχη για την ελευθερία. Αυτά τα άτομα κούρνιαζαν μες στο φόβο και στο ιδιωτικό τους όραμα. Οι άλλοι, οι μαχητές, που αντιστάθηκαν και επέζησαν, βγήκαν από τις στάχτες με τις ζωές τους ακέραιες, με τα αισθήματα ζωντανά, ολοκληρωμένα και δικαιωμένα, παρά τα τραύματα από τις διώξεις που υπέστησαν στο μεταξύ.

Κι όμως, ζούμε απόλυτα συμφιλιωμένοι με το έγκλημα, ακόμη κι αν το κρίνουμε άδικο, ιδίως αν του αλλάξουμε το όνομα και το μετατρέψουμε σε θυσία, δηλαδή σε προσφορά. Παράξενο που η θρησκεία δέχεται τη θυσία σαν κάτι θετικό, ενώ αυτή δεν υπάρχει αν δεν γίνει πρώτα ένας φόνος. Αν ο άνθρωπος δεν θανατώσει, με την μεγαλύτερη μάλιστα ευκολία αφού είναι για καλό, έναν άλλο άνθρωπο. Δέχεται λοιπόν και τον φόνο, αρκεί να ορίζει το νόημα του.

«Το κακό με τους γιατρούς», μας έλεγε, «είναι ότι επικεντρώνονται κατεξοχήν στην ασθένεια και ξεχνούν τον ασθενή. Θαρρείς και τη νόσο την έχει ένας τοίχος, ένα δέντρο, ένα φυτό μιας γλάστρας. Τη θεραπεύουν κλινικώς και ζητούν από τον πρώην ασθενή τους να επιστρέψει στην κανονική του ζωή την επόμενη μέρα.

Η μελέτη, το ακατάσχετο διάβασμα είναι ένα είδος ανορθόδοξης θεραπείας για την αποκατάσταση καταστρεπτικών αισθημάτων από βιώματα απώλειας και απουσίας. Η υπερβολική του δόση όμως εκκολάπτει μια νέα αρρώστια: να μην μπορείς να ζήσεις την πραγματική ζωή παρά μόνο μέσα από τη φαντασία σου, ως μυθοπλασία.

Ποια ήταν λοιπόν τα δυνατά όντα; Οι «πεθαμένοι» άντρες ή οι γυναίκες που νίκησαν το θάνατο και κράτησαν τη ζωή; Ένα παιδί ίσως δεν μπορεί να κάνει μια τέτοια σκέψη, έχει την ικανότητα όμως να φαντάζεται την εικόνα της σκέψης, δυο πράγματα πολλές φορές εντελώς ασύνδετα, αιωρούμενα στο κενό σαν σύννεφα περαστικά.

… Αν αθωώσεις το Θεό και του αφαιρέσεις κάθε ευθύνη για το κακό, θα μείνει μόνος του στον ουρανό, αμέτοχος και πράος, και το κακό θα παραμείνει εδώ κάτω να ταλανίζει τη γη. Κι εσύ, ο ταπεινός κάτοικος τούτου του κόσμου, με αθωωμένο το Θεό, θα κατηγορείς τον εαυτό σου και θα ζεις μέσα στο φόβο και τον τρόμο των ενοχών σου. Αν, πάλι, κατηγορήσεις τον Θεό για το κακό, είναι σαν να δηλητηριάζεις το πιο αθώο και ελπιδοφόρο δικό σου κομμάτι, μιας προσωπικής σου καταγωγής. Αν, τέλος, αρνηθείς όλο ετούτο το πρόβλημα που γεννούν οι ουρανοί, δηλαδή το καλό και το κακό, έχεις ξεμπερδέψει με το Θεό και κάθε είδους σωτήρα, συμπεριλαμβανομένων και των γιατρών. Ωστόσο το κακό εξακολουθεί να υπάρχει, δεν εξαλείφεται. Και ο κόσμος χωρίς ουρανό είναι κλειστός, δεν έχει άπειρο. Επιπλέον, μέσα σε τούτον τον κλειστό κόσμο παύει τότε να υπάρχει ο ένοχος. Χωρίς Θεό και σφάλμα, το κακό αφήνεται στην περιοχή του τυχαίου, εκεί που δρουν τα φυσικά φαινόμενα τα οποία μελετούν οι επιστήμονες.
… Εσύ, Λευκή, τα παίρνεις όλα τα πράγματα τοις μετρητοίς. Τα χρεώνεσαι ατομικά. Τα παραπτώματα, την αθωότητα, τη λύτρωση. Δε σου αρκεί η κοινωνία που πορεύεται ομαδικά. Εναποθέτεις όλες σου τις ελπίδες στον έναν, που την κουβαλάει αγγόγυστα στην πλάτη. Για σένα ο πολιτισμός είναι πρώτα ψυχικός, κι ύστερα επιστημονικός και τεχνικός.»

Πως να την έπειθε τότε ότι μόνο όταν δεν γνωρίζεις τον άλλο μπορείς πιστέψεις στην ύπαρξη του και ότι χρειάζεται  να πιστέψεις στα πράγματα και στους ανθρώπους, νεκρούς ή ζωντανούς δεν έχει σημασία, για να εμψυχωθείς; Το να γνωρίζεις απλά και μόνο δεν αρκεί, δε σου ανοίγει όλες τις δυνατότητες. Προπάντων δε σου γεννά την έκπληξη και τη χαρά.

… Φοβάμαι τα όνειρα που κατορθώνουν να συντηρούν μια ολόκληρη κοινωνία, να στηρίζουν τη θέληση των πολλών ώστε να ζουν ενωμένοι, αρμονικά και ισότιμα. Το όνειρο μόνο προσωπικό μπορεί να είναι.

Μεγάλωνα ερήμην όλων, κυρίως του εαυτού μου. Η σχέση μου μαζί του ήταν ένα απέραντο λευκό τοπίο, μια χιονισμένη στέπα, μια διαρκής απουσία. Έμαθα να μην ενοχλώ τους γύρω μου, γιατί προσπαθούσα να παραμένω η ίδια ανενόχλητη.

Έχω όμως, αντίθετα από τη μητέρα μου, μιαν επιθυμία, εκείνη που έλειπε από τους γονείς μου. Να εξαγοράσω το λάθος της γέννησης μου. Να δικαιολογήσω την ύπαρξη μου σε αυτόν τον κόσμο. Είναι τραγικό να ζεις, αλλά, αντί γι' αυτή τη συμφορά, εγώ θέλω να νιώσω την ομορφιά της ζωής. Τούτο ίσως να μην αποτελεί το σκοπό του βίου μου, είναι όμως ένα ευγενικό μέσο.

Ήταν πάντοτε μόνη, ανέγγιχτη, απρόσιτη. Ζούσε με τον εαυτό της. Είχε την πολυτέλεια της έλλειψης, τον έρωτα της απώλειας, δεν ήξερε τι είναι ο κορεσμός, η ιδιοκτησία, η πλησμονή, η σπατάλη. Ήταν λευκή σαν το χιόνι, λευκή σαν την απουσία και την στέρηση, λευκή γιατί δεν βρισκόταν ποτέ τίποτα και κανείς που να την ικανοποιούσε. Ζούσε πάντα περιμένοντας τη σκιά. Δεν της άρεσε να εκτίθεται στο φως.


από το βιβλίο
ΑΘΟΣ, Ο ΔΑΣΟΝΟΜΟΣ
της Μαρίας Στεφανοπούλου
εκδόσεις ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια: