7 Ιουν 2022

oι ιστορίες του σιδερή, αποχαιρετισμός


...

το απόγευμα μπαίνει στο μαγαζί ο σιδερής· «καλησπέρα γιάννη» «γεια σου σιδερή, αρμολούσοι ήταν αυτοί που κούρεψες;» «ναι, και πάλι την κουβέντα για το χωριό είχαμε· αυτά που σου λέω είπανε και αυτοί: πώς ερήμωσε έτσι η καλαμωτή; άθρωπο ε βλέπεις...» 

«σιδερή το πενήντα οκτώ άνοιξες το κουρείο;» «το πενήντα εφτά, και κουρέας από το σαράντα εννιά, εξήντα πέντε χρόνια κουρέας· τόσοι αθρώποι περάσαν από δω... σκέψου πως πήαινα και στα γύρω χωριά με τα σύνεργα της δουλειάς, σε σπίτια και καφενεία· το μαγαζί το 'κλεινα μετά της δώδεκα· τρία καφενεία είχε εδώ και καρέκλα καφενείου δε μ' έβλεπε, πεταγόμουνα κι έτρωγα μια τιριτόμπα στο μαγαζί σας και συνέχιζα να κουρεύω». 

κάθε απόγευμα επαναλαμβάνει τις ίδιες φράσεις· «πιάνεται η ψυχή μου, πώς ήταν το χωριό και πώς κατάντησε...» μερικές φορές απαριθμοί τα καταστήματα και τους ανθρώπους, μιλά για τη δεκαετία του πενήντα λες και ήταν χθες· αρχαιοφύλακας της σκόνης του χρόνου ο σιδερής· «α πάω να βοηθήσω τη γυναίκα στο μαστιχάκι, καληνύχτα». 

ο χρόνος γλύφει το παρελθόν όπως η θάλασσα τις πέτρες· στρογγυλεμένες και όμορφες φτάνουν στη σκέψη οι αναμνήσεις.

...

τα παραπάνω είναι γραμμένα το δύο χιλιάδες δεκατέσσερα· ο σιδερής βιτέλλας γεννήθηκε το χίλια εννιακόσια τριάντα τέσσερα. η μάνα του τον φώναζε «ήλιε μου, ήλιε μου». ήλιο τον ήξεραν όλοι. πριν δυό-τρια χρόνια σταμάτησε να δουλεύει. πέθανε την κυριακή πέντε ιουνίου του δύο χιλιάδες είκοσι δύο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: