μέρος ΙΙ
BERLIN062011
άλλες 50 φωτογραφίες από το βερολίνο, ίσως περισσότερο "άφωνες" από τις περσινές και λιγότερο αφηγηματικές οι περισσότερες
προσπαθώντας να καταλάβω τη θέση μου ανάμεσα στην πραγματικότητα που αντιλαμβάνομαι και τη φωτογραφική τεχνολογία -πρόγραμμα- που σαν ενδιάμεσος επεξεργάζεται το βλέμμα μου
τις φωτογραφίες -εκτός από τεκμήρια ματαιοδοξίας- προσπαθώ να τις διαχειριστώ σαν τεκμήρια σεμνότητας, δηλαδή δεν θέλουν να αποδείξουν ότι ήμουν στο οποιοδήποτε "εκεί", αλλά να αναρωτηθούν αν ήμουν οπουδήποτε "εντός" του δικού μου κόσμου
τακτοποιώντας το χάος σε ευγενή πραγματικότητα
προσεχώς κείμενα
μέρος Ι
BERLIN05062010
Μικρές ιστορίες και μερικές σκέψεις
για μια πόλη που έχει σχεδόν μυθοποιηθεί από τους έλληνες επισκέπτες της
και επιλογή 50 φωτογραφιών με τον προσωρινό τίτλο berlin05062010
oι περισσότερες έχουν αναρτηθεί στο blog
τα κείμενα και οι φωτογραφίες
είναι το βασικό υλικό για τα επόμενα τυπωμένα ΦΩΤΑ
Σχεδόν νεκρός, ο μύθος του δυτικού πολιτισμού, περιφέρει τη ματαιοδοξία του στις συννεφιασμένες μητροπόλεις χωρίς να παράγει πια τίποτα το νέο. Οι παλαιοί κάτοικοι, βαριεστημένοι από ιστορία, πολιτισμό και κατανάλωση, δεν έχουν να αγωνιστούν για τίποτα που να τους υπερβαίνει. Δεν είναι φτωχοί και καταπιεσμένοι για να τα κάψουν όλα. Μπορεί να είναι άνεργοι, αλλά επιβιώνουν από τα κρατικά επιδόματα. Μπορεί να αμφισβητούν το μύθο της κατανάλωσης αλλά ζουν μέσα στις ευκολίες του. Χλιαρός χυλός η ζωή και η τέχνη επιδοτούμενα projects. Και όλοι, κουρασμένοι και απασχολημένοι με τον εαυτό τους για να ασχοληθούν με δομικές αλλαγές.
Φυσικά, απρόβλεπτος παράγοντας είναι τα εκατομμύρια των μεταναστών που νόμιμα ή μη νόμιμα κατακλύζουν τη Δύση. Είναι νέοι και καταπιεσμένοι, έχουν οργή και ελπίδα, μπορούν να κάψουν τα πάντα, μόνο που δεν θα είναι για περισσότερη ελευθερία, αλλά για το δικαίωμα στην καταναλωτική ευδαιμονία.
Η πόλη επιβιώνει πουλώντας το μύθο της. Κομβικό σημείο της Ευρωπαϊκής ιστορίας, λειτουργεί συμβολικά σε πολλά επίπεδα. Παράγει και καταναλώνει τουρισμό και καλλιτεχνική ματαιοδοξία.
Φυσικά και είναι άσυλο ελευθερίας· από τα λίγα -όλοι περνούν όμορφα στο λούνα πάρκ. Ο «ανθός» της Ευρώπης, ακίνδυνος και ήσυχος, νερώνει με φτηνή μπίρα, ξαπλωμένος στα πάρκα, τις ανησυχίες και την οργή του και η ιστορία του κόσμου συνεχίζεται.
Πηγαίνουμε και εμείς από το Βαλκανικό κράτος –ανέκδοτο. Βλέπουμε τα αυτονόητα. Πάρκα, ποδήλατα και χαλαρούς ανθρώπους, που ζουν όμορφα με λίγα χρήματα και χαιρόμαστε σαν παιδιά.
γράφω για να ακούω
o στρατιώτης (της πύλης του βραδεμβούργου)
Οι τουρίστες συνωστίζονται δίπλα του για να τον φωτογραφίσουν. Δεν καταλαβαίνεις αμέσως αν είναι άγαλμα ή άνθρωπος ντυμένος στρατιώτης.
Είναι εντυπωσιακό το πώς η βιωμένη ζωή, όταν φορέσει τα παράσημα της ιστορίας, μετατρέπεται σε θέαμα. Τα σπουδαία γεγονότα -τότε που επιταχύνεται ο χρόνος και πυρακτώνεται ο χώρος- απογυμνωμένα πια από το παρόν τους, άρα ακίνδυνα, γίνονται προϊόντα και ο χώρος της ιστορίας σκηνικό. Το κοινό είναι έτοιμο, πληρώνει και καταναλώνει. Για άλλη μια φορά απαθανάτισε τις σωστές φωτογραφίες.
Ένα βράδυ τον περίμενα. Μόλις έκλεισαν τα καταστήματα και ο κόσμος σκόρπισε στα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία, έβγαλε το κράνος του, ξεκλείδωσε το ποδήλατο του και άηχα, χωρίς πρόσωπο, οδηγώντας με την μάσκα του μακιγιάζ και τα ρούχα του πολεμιστή, πέρασε την πύλη και χάθηκε στο σκοτάδι.
Η φωτοτυπία
Βράδυ ποδοσφαίρου και τα μπαρ του δρόμου είναι γεμάτα. Και οι δυο τους γύρω στα είκοσι, το κορίτσι, με ξανθά μαλλιά και αφέλειες, κρατούσε τις μικρές αφίσες και το αγόρι πέρναγε την κόλλα. Πλησίασα το νωπό ακόμα χαρτί φωτοτυπίας, γράμματα με μαρκαδόρο και στο κέντρο μια α/μ φωτογραφία, σε ένα καναπέ ξαπλωμένη μια ξανθιά κοπέλα με αφέλειες και μπροστά της καθιστός στο πάτωμα ένας νέος και οι δυο κοιτούσαν το φακό. Σε τρεις μέρες έπαιζαν μουσική σε κοντινό μαγαζί.
Στην παραλία
Carnival festival, πολυεθνικό φεστιβάλ, από τα μεγαλύτερα της πόλης. Χιλιάδες άνθρωποι τριγύριζαν στα περίπτερα, έπιναν μπίρες στο χορτάρι, χάζευαν τις συναυλίες και τους περφόρμερ. Αυτός φορούσε βερμούδα, χρωματιστό πουκάμισο και γυαλιά ηλίου, ήταν ακουμπισμένος στους αγκώνες και ξαπλωμένος στην πετσέτα θαλάσσης. Δίπλα του ένα τεράστιο μαγνητόφωνο, από αυτά του ’80. Κοιτούσε σταθερά μπροστά, ακίνητος σαν φωτογραφία, αυτόνομος στα δύο τετραγωνικά μέτρα που του αντιστοιχούσαν. Τριγύρω του χαμός από κόσμο και μουσικές.
Τον κοιτούσα τακτικά μέχρι που νύχτωσε και έσβησε απ’ το φως των προβολέων που φώτισαν τη διπλανή σκηνή.
TOILETTE
Στην κορφή του λόφου είναι το μεγάλο, μακρόστενο και ελαφρά καμπύλο κτίριο, άριστα συντηρημένο. Φροντισμένοι κήποι με πεζούλες, κατεβαίνουν προς το μεγάλο πάρκο. Οι τουρίστες, διαβασμένοι στο ρόλο τους, τριγυρίζουν αλληλοφωτογραφιζόμενοι στο θερινό ανάκτορο της Πρωσικής αυτοκρατορίας. Τόπος νεκρός εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες, συντηρείται για να “βλέπεται”.
Αποφορτισμένος ο χώρος από το όποιο ιστορικό του βάρος και με τα αρχιτεκτονικά του χαρακτηριστικά, μνημειακά μεν αλλά αδύναμα, να διασχίσουν το μελλοντικό χρόνο, επιδεικνύει την υπερβολή του πλούτου και της δύναμης – άδειο γράμμα - σε μια εποχή που αφενός, έχει ξεπεράσει τις αυτοκρατορίες και αφετέρου έχει τα δικά της μνημεία ξιπασιάς και ματαιοδοξίας. Κέλυφος κενό το παλάτι, νεκρός χώρος και νεκρός χρόνος, ίσως τέλειο σκηνικό για ταινίες εποχής.
Φεύγοντας κοντοστάθηκα στην πίσω πλευρά που ήταν λίγο αφημένη. Μέσα από την μισάνοιχτη πόρτα με την ξεφλουδισμένη μπογιά, καθόταν μια γυναίκα, φορούσε στολή καθαρίστριας και είχε τις παλάμες ακουμπισμένες στα πόδια της. Στο τζάμι, μια μικρή πινακίδα έγραφε TOILETTE.
Τα χάδια
Τέλος της μέρας και στην αποβάθρα του εξοχικού σταθμού λίγοι άνθρωποι που επιστρέφουν στην πόλη, χαλαροί όλοι, το τρένο θα έρθει σε δέκα λεπτά. Πλησίασα στο ακυρωτικό μηχάνημα, το ζευγάρι που καθόταν στο παγκάκι ήταν πολύ νεαρό, φιλιόντουσαν με πάθος, κολλημένος πάνω της ο άντρας της χάιδευε ερωτικά, σχεδόν χυδαία, τον κώλο.
Δέσαμε τα ποδήλατα και καθίσαμε δίπλα. Απέναντι καθόταν το ζευγάρι, κοιταζόντουσαν γλυκά, δεν μιλούσαν. Ο άντρας ακούμπησε προσεκτικά την παλάμη του στην κοιλιά της, έκανε μερικές αργές κυκλικές κινήσεις και συντονίζοντας το χέρι του με την αναπνοή της, το κράτησε στην κοιλιά της. Πρέπει να ήταν 5-6 μηνών έγκυος.
Γερμανία-Γκάνα 1-0
Σαν ποτάμι χυνόταν το φως της δύσης στο δρόμο, φωτίζοντας εφαπτομενικά τις παλιές προσόψεις. Ήμασταν στο μοναδικό καφέ που θα μπορούσε να μην βλέπει ποδόσφαιρο. Όμως την τελευταία στιγμή έβγαλαν μια παλιά τηλεόραση βαμμένη με χρυσό σπρέι. Σιγά σιγά συντονιστήκαμε με την πανηγυρική ατμόσφαιρα και όλοι σχεδόν παρακολουθούσαμε την εξέλιξη του παιχνιδιού. Η Αφρικανική ομάδα, η έκπληξη του μουντιάλ, έπαιζε πολύ καλά.
Οι μόνοι που δεν παρακολουθούσαν κάθονταν πίσω μας. Ήταν μια γλυκιά κοπέλα, δημοσιογράφος μάλλον, που έπαιρνε συνέντευξη από έναν νέο Αμερικανό μουσικό. Δεν είχε μαγνητόφωνο, κρατούσε που και που σημειώσεις. Οι ερωτήσεις της χαμηλόφωνες, μόλις που προλάβαιναν να διατυπωθούν. Ο μουσικός, χείμαρος, μιλούσε συνεχώς για τον εαυτό του, την οικογένεια του, τη ζωή στην Αμερική, σχεδόν φώναζε αγχωμένα. Η κοπέλα χάζευε τριγύρω, μουτζούρωνε τα χαρτιά της, έμοιαζε να βαριέται. Την γλίτωσε το γκολ, όλη η πόλη αντήχησε από τις κραυγές. Εκείνος, τότε μόνο τινάχτηκε λίγο και ρώτησε τι συμβαίνει.
ξένο σώμα
Ήταν από τις πρώτες ζεστές μέρες του καλοκαιριού. «Ημέρα μουσικής» και εκτός από την κεντρική εξέδρα, σε διάφορα σημεία του πάρκου, έπαιζαν μουσικοί. Ο κόσμος, περισσότερος από ένα συνηθισμένο απόγευμα, ήταν σκορπισμένος παντού. Όπως κάθε μέρα, αρκετοί άνθρωποι τριγύριζαν, μαζεύοντας άδεια μπουκάλια. Κοίταξα τριγύρω, την είδα· πλησίαζε, μικρά γρήγορα βήματα, αποφασιστικά και διστακτικά ταυτόχρονα. Κοιτούσε τα μπουκάλια και ρωτούσε με το βλέμμα. Γρήγορα γρήγορα γέμιζε τη σακούλα του σούπερ μάρκετ. Παρά τις ανάλαφρες κινήσεις της και τη γνώση του χώρου, ήταν ξένο σώμα. Τα χρωματιστά ρούχα, η μαντίλα, τα πασουμάκια, το αφηρημένο βλέμμα, όλα ήταν ξένα.
Προσπαθώ να τη φανταστώ στο φυσικό της χώρο, να γυρίζει από το χωράφι ή να πηγαίνει στη βρύση για νερό, στο χωριό της, ανατολικά της Άγκυρας ή στα προάστια της Istanbul ή στα βράχια της Καππαδοκίας. Με συστολή ντροπαλής κοπέλας, παίρνει το μπουκάλι δίπλα μου, μόλις που πατά στο χορτάρι. Δεν είναι νέα, οι ρυτίδες της ηλικίας της προσπαθούν να κρύψουν την κρυστάλλινη ομορφιά της χωριάτικης εφηβείας της.
Το παράθυρο με τις γλάστρες
Το συλλαλητήριο ήταν μεγάλο και δυναμικό, όχι τόσο για τα νέα οικονομικά μέτρα όσο γι’ αυτά που προαισθάνονταν όλοι ότι θα ακολουθήσουν. Οι περισσότεροι δρόμοι του κέντρου ήταν αποκλεισμένοι, καθόλου αυτοκίνητα και ελάχιστη κίνηση από ποδήλατα και πεζούς.
Έψαχνα ένα βιβλιοπωλείο, το ψιλόβροχο γυάλιζε τις λειασμένες πέτρες του δρόμου, σχεδόν είχα φτάσει όταν, με την άκρη του ματιού, κατάλαβα ότι κάποιος με κοιτάζει· γύρισα αυτόματα δεξιά. Το μεγάλο παράθυρο του ισογείου ήταν ανοικτό και το πρεβάζι ήταν γεμάτο με χρωματιστές γλάστρες. Ήταν ηλικιωμένη, τα μαλλιά της λευκά, φορμαρισμένα, τα χέρια της ακουμπισμένα ανάμεσα στις γλάστρες. Μόλις που πρόλαβα να ανταποδώσω το λαμπερό της χαμόγελο.
το παγκάκι
Πρώτη μέρα με το ποδήλατο και η Κατερίνα δυσκολεύτηκε να το σηκώσει. Την είδε και αμέσως ήρθε και το ανέβασε στα σκαλάκια της πεζογέφυρας. Το νερό στο κανάλι ακίνητο και βρόμικο. Όλοι περνούν βιαστικά, ελάχιστοι σταματούν να χαζέψουν το κανάλι καθώς σβήνει μαζί με την μέρα στο βάθος του ουρανού.
Η κίτρινη λάμπα φωτίζει τα σκαλάκια. Αυτός είναι πάντα εκεί, στο ίδιο παγκάκι, έξω από το φωτεινό κύκλο της λάμπας, δίπλα στην περίφραξη των έργων του δήμου. Από τις 11 το πρωί μέχρι αργά. Νομίζω ότι είναι ο μόνος σταθερός, οι άλλοι 5-6 δεν έρχονται κάθε μέρα. Μεσήλικες άντρες, αφημένοι, μιλάνε όλοι μαζί και γελούν έντονα. Κανείς δεν ασχολείται μαζί τους, αλλά ούτε εκείνοι ασχολούνται με τους περαστικούς.
Το μαγαζί με τις μπίρες είναι στην άλλη πλευρά, μόνο τότε περνούν το κανάλι, συνήθως αγοράζουν ολόκληρο το κασόνι.
Ο περφόρμερ
Ασυννέφιαστη Κυριακή και το market είχε κίνηση. 11 και όλοι είχαμε από ώρα στήσει τους πάγκους μας. Ήρθε βιαστικά κρατώντας μια μεγάλη τσάντα και δύο μικρά σκαμπό. Κάθισε δίπλα μας, στην είσοδο του market. Με γρήγορες κινήσεις έβγαλε τα μικρά στρογγυλά βαζάκια, τα τακτοποίησε πρόχειρα σε σειρές και κάθισε στο ένα σκαμπό.
Έπιασε αμέσως δουλειά, ο τόνος της φωνής του χαλαρός και ευχάριστος, μιλούσε σε όλους ή πιο σωστά σε όσους φορούσαν δερμάτινα παπούτσια. Στην αρχή τον προσπερνούσαν χαμογελώντας στο κάλεσμα του, μετά από μερικά βήματα κοντοστέκονταν και οι περισσότεροι γυρνούσαν και ακουμπούσαν τα παπούτσια τους στο άλλο σκαμπό –δωρεάν ήταν εξάλλου. Σαν φίλος από παλιά, τους μιλούσε για τα πλεονεκτήματα του βερνικιού. Δεν ήταν μονόλογος, τους άφηνε χώρο να μιλήσουν. Πριν τελειώσει το γυάλισμα τους είχε πείσει, αγόραζαν σχεδόν όλοι και έφευγαν πιο ανάλαφροι και χαρούμενοι.
Που και που μας κοιτούσε, τα μικρά του μάτια έλαμπαν πίσω από τα γυαλιά πρεσβυωπίας. Γύρω στις 3 είχε ξεπουλήσει, “sold out!” μας είπε. Μάζεψε τα σκαμπουδάκια κι έφυγε.
Την επόμενη Κυριακή ήμασταν πιο μακριά. Τον κοιτούσα συχνά, δεν πολυμιλούσε, άφηνε τον κόσμο να περάσει χωρίς να ενδιαφέρεται. Πηγαίνοντας να πάρει καφέ μας χαμογέλασε, τα μάτια του ίδια, μόνο λίγο πιο μικρά.
Το κανό
Καθόμασταν στο χορτάρι, κάτω από ένα πλατάνι, μπροστά στο κανάλι. Αριστερά, στο διπλανό δέντρο, ένας λιπόσαρκος άντρας με ασκητική γενειάδα, δίπλα του μια σακούλα με γιαούρτια και χυμούς. Δεξιά μας, στην αρχή, ήταν μια κοπέλα μόνη αλλά σε λίγο έφτασαν οι φίλοι της, ζευγάρια στην ηλικία της. Είχε γενέθλια.
Μπροστά μας, ήρθε ένα ζευγάρι μεσήλικες με ένα καρότσι. Mε γρήγορες και σίγουρες κινήσεις ξετύλιξαν τα πράγματα, άπλωσαν τα ξύλινα μέρη και τα συνδύαζαν με τα πάνινα, ο άντρας βίδωνε και η γυναίκα βοηθούσε διακριτικά.
Το κανάλι είχε κίνηση, μεγάλα σκάφη με κουδουνισμένους από τον ήλιο τουρίστες στις πλαστικές καρέκλες αλλά και πολλά ιδιωτικά, πολυτελή γιοτ με αυτάρεσκα περιφερόμενα βλέμματα· ο πλούτος έχει σχεδόν πάντα την ίδια κουρασμένη και κενή όψη. Μια κοπέλα από την πλώρη, μας φωτογράφισε αδιάφορα, το κορίτσι που είχε γενέθλια, της έτεινε τεντωμένο το μεσαίο δάκτυλο.
Εν το μεταξύ, το ζευγάρι ήταν αφοσιωμένο στη συναρμολόγηση, τους πήρε περίπου 40 λεπτά. Ο άντρας το έλεγξε προσεκτικά γύρω γύρω, κοιτάχτηκαν και με συγχρονισμένες κινήσεις, το έριξαν στο νερό και μπήκαν μέσα. Τους χειροκροτήσαμε, ξαφνιάστηκαν, μας χαμογέλασαν και έφυγαν κωπηλατώντας.
Δίπλα στο κανάλι
Περπατώ δίπλα στο κανάλι. Το νερό, βουβό και ακίνητο, καθρεφτίζει τις ήσυχες προσόψεις των πενταώροφων κτιρίων. Οι περισσότερες είναι απαλλαγμένες από τη μπαρόκ νεοκλασικότητα των δυτικών μητροπόλεων. Οι προσόψεις αυστηρές και αρχιτεκτονημένες, υπακούουν σε έναν εσωτερικό ρυθμό. Μεγάλα παράθυρα με λευκά κουφώματα και ένα ή δύο χρώματα στους τοίχους. Λεπτές οι διαφορές του ενός κτιρίου από το άλλο, προϋποθέτουν το βλέμμα του θεατή να συμπληρώσει την έξυπνη σκέψη των σχεδιαστών.
«όλα είναι δρόμος»
Νησίδα ελευθερίας ο δρόμος, το πάρκο, η πλατεία, ο αστικός δημόσιος χώρος. Τόπος συνάντησης του ιδιωτικού με τον Άλλο, όπου η διάχυτη ενέργεια, η αλληλεγγύη, ο ερωτισμός, δημιουργούν σχέσεις, αδιαφορώντας για την προσομοιωμένη ζωή των hi-tech οικοσκευών και την ασφάλεια του εντός.
Η βόλτα έξω είναι ανοικτή, όσο αντέχει ο καθένας, από τις μπίρες στο πάρκο μέχρι τη χωρίς όρια περιπλάνηση και τη βίωση της ζωής σαν αλήτικη φαντασμαγορία. Φυσικά, γνώστες όλοι της ματαιόδοξης μυθοποίησης του ταξιδιού και του δρόμου από την τέχνη – εύκολος τρόπος φυγής από το αδιέξοδο ερώτημα της ύπαρξης.
Γοητευμένος απ’ αυτή τη χυμώδη και άτακτη αστική μυθολογία, αδυνατώ να συντονιστώ μαζί της – καταναγκασμένος ίσως, να κουβαλώ τον κυκλικό και άχρονο χρόνο του χωριού μου σαν μέτρο σύγκρισης και μόνιμης, έστω ασυνείδητης, αναφοράς.
ποιο είναι το εντός και ποιο το εκτός;
είμαστε έξω ή μέσα;
υπάρχουν όρια ή εμείς τα κατασκευάζουμε;
συνεχώς πρέπει να παίρνουμε θέση
να επιλέγουμε και να επιλεγόμαστε
να έχουμε γνώμη
ιδέες και όνειρα
και να λάμπουμε
και να καιγόμαστε
φορτωμένοι την ιστορία του κόσμου
εμείς
που είμαστε φτιαγμένοι
από χώμα και νερό
1 σχόλιο:
πολυ συγκινητικα
λενα,γκριότ
Δημοσίευση σχολίου