14 Σεπ 2010

7 φωτογραφίες από το τελευταίο μπάνιο




Άπνοια και η θάλασσα άσπρη, όχι διάφανη, άσπρη και ακύμαντη. Αρκετός κόσμος ήταν ξαπλωμένος στην παχιά αμμουδιά γύρω από τα γλειμμένα βράχια. Όλοι σχεδόν, γυμνοί. Γυμνοί και ηλικιωμένοι. Με μαγιό μόνο μια οικογένεια με δύο μικρά παιδιά και δύο νέοι, άντρας και γυναίκα γύρω στα 25 που μέχρι τη μέση στο νερό κουβέντιαζαν ακίνητοι. Μιλούσε ο νεαρός και η κοπέλα τον άκουγε με φλογερό βλέμμα. Πίσω από τα βράχια στη μικρή εκκλησία μαζευόταν κόσμος. Στον ορίζοντα της θάλασσας, η Πάρος, που γρήγορα κρύφτηκε από την υγρασία και τα χαμηλά γκρίζα σύννεφα βροχής. Τα επόμενα λεπτά το φως και ο ουρανός άλλαζαν συνεχώς. Ο ήλιος έφτασε τα σύννεφα και κρύφτηκε, για ελάχιστο χρόνο το περίγραμμα τους έγινε χρυσό. Η ατμόσφαιρα ήταν απόκοσμη, σκοτείνιασε, αστραπές και βροντές πάνω από τα βουνά της Πάρου, ένιωθες τη βροχή που έπεφτε πάνω τους. Τα σύννεφα μετακινούνταν γρήγορα προς τη Νάξο.
Πίσω μας τώρα στην μακριά ξύλινη ράμπα που χώριζε την παραλία από τους κέδρους πέρναγε με βιολί και λαούτο ο γάμος που πήγαινε στην εκκλησία. Η παραλία είχε εν το μεταξύ αδειάσει από κόσμο, το ζευγάρι είχε βγει έξω συνεχίζοντας να κουβεντιάζει, με την κοπέλα να κοιτάζει με το ίδιο πάντα βλέμμα. Η οικογένεια έπαιζε στα βράχια.
Τα σύννεφα ήταν πια στη Νάξο, πάνω μας ο ουρανός μολυβένιος, στην Πάρο όμως καθαρός, έτσι ο ήλιος ξαναβγήκε λίγα λεπτά πριν τη δύση του. Έλαμψαν τα πάντα, η άμμος, τα βράχια, η μικρή εκκλησία, τα πρόσωπα και τα σώματα μας. Οι καλεσμένοι έβγαζαν φωτογραφίες, το ίδιο και το ζευγάρι που επιτέλους κατάλαβε την μοναδικότητα της στιγμής. Ήταν θέμα λίγων λεπτών να φιληθούν. Ο γάμος τέλειωσε, τα σύννεφα φτάνοντας στα βουνά έριξαν και σε μας λίγες ψιχάλες. Οι καλεσμένοι, με τα χρωματιστά τους ρούχα, ακάλυπτοι στο εκκλησάκι τρόμαξαν και ξανά στη ράμπα, έφυγαν βιαστικά. Έμειναν μόνο οι νιόπαντροι, η φωτογράφος και ο καμεραμάν να απαθανατίζουν την ιστορικότητα της στιγμής. Ο ήλιος είχε πια δύση, πάνω μας ο ουρανός καθαρός και στα ορεινά της Νάξου πρέπει να έβρεχε. Το ζευγάρι εδώ και λίγα λεπτά, ξεπερνώντας την υπερένταση του ξαφνικού έρωτα, φιλιόταν ακατάπαυστα. Σταθερή στην ώρα της, όπως κάθε απόγευμα ήρθε μια ηλικιωμένη γυναίκα με μαύρα γυαλιά ηλίου, γυμνώθηκε και βούτηξε στη θάλασσα. Η οικογένεια κατέβηκε από τα βράχια και ενώ ετοιμαζόταν να φύγουν, αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί σε ένα σφιχτό κύκλο, σήκωσαν το μικρό για να τους φτάνει και γελώντας φιλούσαν ο ένας τον άλλο. Τόση ώρα περνούν όμορφα χωρίς να κάνουν τίποτα το ιδιαίτερο, συντονισμένοι ο ένας με τον άλλο. Έφυγαν με τα παιδιά να παίζουν με το διπλό τους σωσίβιο. Οι νεόνυμφοι φωτογραφίζονταν τώρα στη θάλασσα. Στο ερωτευμένο ζευγάρι η κοπέλα γελώντας κράταγε την πετσέτα γύρω από την μέση του νεαρού για να αλλάξει το μαγιό του.
Στο τελευταίο φως, η φύση είχε πια ησυχάσει. Έφυγαν όλοι, οι νεόνυμφοι διέσχισαν μόνοι τους τη ράμπα. Μόνο η γυναίκα που ήρθε αργά τέλειωσε το τσιγάρο της στα βράχια, σήκωσε τη τσάντα της και με αργές κινήσεις κρύφτηκε στο σκοτάδι.

1 σχόλιο:

iris είπε...

η τρίτη από το τέλος είναι μαγική! να είσαι καλά βρε γιάννη που παγιδεύεις αυτά τα χρώματα για να μας τα χαρίσεις!