16 Σεπ 2010

"όλα είναι δρόμος"



Μικρές ιστορίες και μερικές πρόχειρες σκέψεις
για μια πόλη  που έχει σχεδόν μυθοποιηθεί από τους έλληνες επισκέπτες της

τα παρακάτω κείμενα και οι φωτογραφίες που υπάρχουν στη σελίδα fotamag.blogspot.com/p/berlin50.html
είναι το βασικό υλικό για τα επόμενα τυπωμένα ΦΩΤΑ
που ελπίζω να είναι έτοιμα τον άλλο μήνα







Σχεδόν νεκρός ο μύθος του δυτικού πολιτισμού περιφέρει τη ματαιοδοξία του στις συννεφιασμένες μητροπόλεις χωρίς να παράγει πια τίποτα το νέο. Οι παλαιοί κάτοικοι μπουχτισμένοι από ιστορία, πολιτισμό και κατανάλωση, δεν έχουν να αγωνιστούν για τίποτα που να τους υπερβαίνει. Δεν είναι φτωχοί και καταπιεσμένοι για να τα κάψουν όλα. Μπορεί να είναι άνεργοι, αλλά επιβιώνουν από τα κρατικά επιδόματα. Μπορεί να αμφισβητούν το μύθο της κατανάλωσης αλλά ζουν μέσα στις ευκολίες του. Χλιαρός χυλός η ζωή και η τέχνη επιδοτούμενα projects. Όλοι όμως είναι πολύ κουρασμένοι και απασχολημένοι με τον εαυτό τους για να ασχοληθούν με δομικές αλλαγές.
Φυσικά απρόβλεπτος παράγοντας είναι τα εκατομμύρια των μεταναστών που έχουν κατακλύσει τη Δύση. Είναι νέοι και καταπιεσμένοι, έχουν οργή και ελπίδα, μπορούν να κάψουν τα πάντα, αλλά ίσως να μην είναι για περισσότερη ελευθερία, αλλά για το δικαίωμα στην καταναλωτική ευδαίμονα.


Η πόλη επιβιώνει πουλώντας το μύθο της. Κομβικό σημείο της Ευρωπαϊκής ιστορίας λειτουργεί συμβολικά σε πολλά επίπεδα. Παράγει και καταναλώνει τουρισμό και καλλιτεχνική ματαιοδοξία.
Φυσικά και είναι άσυλο ελευθερίας, από τα λίγα -όλοι περνούν όμορφα στο λούνα πάρκ. Ο «ανθός» της Ευρώπης ακίνδυνος και ήσυχος νερώνει με φτηνή μπίρα ξαπλωμένος στα πάρκα τις ανησυχίες και την οργή του και η ιστορία του κόσμου συνεχίζεται.
Πάμε και εμείς, από το Βαλκανικό κράτος –ανέκδοτο, βλέπουμε πάρκα, ποδήλατα και χαλαρούς ανθρώπους και χαιρόμαστε σαν παιδιά.





Ο στρατιώτης
Οι τουρίστες συνωστίζονται δίπλα του για να τον φωτογραφίσουν. Δεν καταλαβαίνεις αν ήταν άγαλμα ή ζωντανός άνθρωπος ντυμένος στρατιώτης.
Είναι εντυπωσιακό το πως η βιωμένη ζωή όταν φορέσει τα παράσημα της ιστορίας μετατρέπεται σε θέαμα. Τα σπουδαία γεγονότα, τότε που επιταχύνεται ο χρόνος και πυρακτώνεται ο χώρος, απογυμνωμένα πια από το παρόν τους, γίνονται προϊόντα και η ιστορία θέαμα. Το κοινό είναι έτοιμο, πληρώνει και καταναλώνει. Για άλλη μια φορά απαθανάτισε τις σωστές φωτογραφίες.
Ένα βράδυ τον περίμενα. Μόλις έκλεισαν τα καταστήματα και ο κόσμος σκόρπισε στα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία, έβγαλε το κράνος του, ξεκλείδωσε το ποδήλατο του και άηχα, χωρίς πρόσωπο, οδηγώντας με την μάσκα του μακιγιάζ και τα ρούχα του πολεμιστή, πέρασε την πύλη και χάθηκε στο σκοτάδι.



Ξένο σώμα
Ήταν από τις πρώτες ζεστές μέρες του καλοκαιριού. «Ημέρα μουσικής» και εκτός από την κεντρική εξέδρα, σε διάφορα σημεία του πάρκου έπαιζαν μουσικοί. Ο κόσμος περισσότερος από ένα συνηθισμένο απόγευμα ήταν σκορπισμένος παντού. Όπως κάθε μέρα αρκετοί άνθρωποι τριγύριζαν μαζεύοντας άδεια μπουκάλια. Κοίταξα τριγύρω, την είδα· πλησίαζε, μικρά γρήγορα βήματα, αποφασιστικά και διστακτικά ταυτόχρονα. Κοιτούσε τα μπουκάλια και ρωτούσε με το βλέμμα. Γρήγορα γρήγορα γέμιζε τις σακούλες του σούπερ μάρκετ. Παρά τις ανάλαφρες κινήσεις της, ήταν ξένο σώμα. Τα χρωματιστά ρούχα, η μαντίλα, τα πασουμάκια, το αφηρημένο βλέμμα, όλα ήταν ξένα. Προσπαθώ να τη φανταστώ στο φυσικό της χώρο, να γυρίζει από το χωράφι ή να πηγαίνει στη βρύση για νερό στο χωριό της ανατολικά της Άγκυρας, ή στα προάστια της Istanbul, ή στα βράχια της Καππαδοκίας. Με συστολή ντροπαλής κοπέλας παίρνει το μπουκάλι δίπλα μου, μόλις που πατά στο χορτάρι. Δεν είναι νέα, οι ρυτίδες της ηλικίας της προσπαθούν να κρύψουν την κρυστάλλινη ομορφιά της χωριάτικης εφηβείας της.



Το παγκάκι
Πρώτη μέρα με το ποδήλατο και η Κατερίνα δυσκολεύτηκε να το σηκώσει. Την είδε και αμέσως ήρθε και το ανέβασε στα σκαλάκια της πεζογέφυρας. Το νερό στο κανάλι ήταν ακίνητο και βρόμικο. Όλοι περνούν βιαστικά, ελάχιστοι σταματούν να χαζέψουν το κανάλι καθώς σβήνει μαζί με την μέρα στο βάθος του ουρανού.
Σβήνει το φως της μέρας, η κίτρινη λάμπα φωτίζει τα σκαλάκια. Αυτός είναι πάντα εκεί στο ίδιο παγκάκι, έξω από το φωτεινό κύκλο της λάμπας, δίπλα στην περίφραξη των έργων του δήμου. Από τις 10-11 το πρωί μέχρι αργά. Αυτός είναι ο μόνος σταθερός οι άλλοι 5-6 αλλάζουν. Μεσήλικες άντρες, αφημένοι, μιλάνε όλοι μαζί και γελούν έντονα. Κανείς δεν ασχολείται μαζί τους, αλλά ούτε εκείνοι ασχολούνται με τους περαστικούς.
Το μαγαζί με τις μπίρες είναι στην άλλη πλευρά, μόνο τότε περνούν το κανάλι, συνήθως αγοράζουν ολόκληρο το κασόνι.



Τα χάδια
Τέλος της μέρας και στην αποβάθρα του εξοχικού σταθμού ήταν λίγοι άνθρωποι που επέστρεφαν στην πόλη, χαλαροί όλοι, το τρένο θα ερχόταν σε δέκα λεπτά. Πλησίασα στο ακυρωτικό μηχάνημα, το ζευγάρι που καθόταν στο παγκάκι ήταν πολύ νεαρό, φιλιόντουσαν με πάθος, κολλημένος πάνω της ο άντρας της χάιδευε ερωτικά, σχεδόν χυδαία, τον κώλο.
Δέσαμε τα ποδήλατα και καθίσαμε δίπλα. Απέναντι καθόταν το ζευγάρι, κοιταζόντουσαν γλυκά, δεν μιλούσαν. Ο άντρας ακούμπησε προσεκτικά την παλάμη του στην κοιλιά της, έκανε μερικές αργές κυκλικές κινήσεις και συντονίζοντας το χέρι του με την αναπνοή της το κράτησε στην κοιλιά της. Πρέπει να ήταν 5-6 μηνών έγκυος.


  
Ο περφόρμερ
Ασυννέφιαστη Κυριακή και το market είχε κίνηση. 11 και όλοι είχαμε από ώρα στήσει τους πάγκους μας. Ήρθε βιαστικά κρατώντας μια μεγάλη τσάντα και δύο μικρά σκαμπό. Κάθισε δίπλα μας στην είσοδο του market. Με γρήγορες κινήσεις έβγαλε τα μικρά στρογγυλά βαζάκια, τα τακτοποίησε πρόχειρα σε σειρές και κάθισε στο ένα σκαμπό.
Έπιασε αμέσως δουλειά, ο τόνος της φωνής του χαλαρός και ευχάριστος, μιλούσε σε όλους ή πιο σωστά σε όσους φορούσαν δερμάτινα παπούτσια. Στην αρχή τον προσπερνούσαν χαμογελώντας στο κάλεσμα του, μετά κοντοστέκονταν και οι περισσότεροι γυρνούσαν και ακουμπούσαν τα παπούτσια τους στο άλλο σκαμπό –δωρεάν ήταν εξάλλου. Σαν φίλος από παλιά, τους μιλούσε για τα πλεονεκτήματα του βερνικιού. Δεν ήταν μονόλογος, τους άφηνε χώρο να μιλήσουν. Πριν τελειώσει το γυάλισμα τους είχε πείσει, αγόραζαν σχεδόν όλοι και έφευγαν πιο ανάλαφροι και χαρούμενοι.
Που και που μας κοιτούσε, τα μικρά του μάτια έλαμπαν πίσω από τα γυαλιά πρεσβυωπίας. Γύρω στις 3 είχε ξεπουλήσει, “sold out!” μας είπε. Μάζεψε τα σκαμπουδάκια κι έφυγε.
Την επόμενη Κυριακή ήμασταν πιο μακριά. Τον κοιτούσα συχνά, δεν πολυμιλούσε, άφηνε τον κόσμο να περάσει χωρίς να ενδιαφέρεται. Πηγαίνοντας να πάρει καφέ μας χαμογέλασε, τα μάτια του ίδια, μόνο λίγο πιο μικρά.



Το κανό
Καθόμασταν στο χορτάρι κάτω από ένα δέντρο μπροστά στο κανάλι. Αριστερά στο διπλανό δέντρο ένας λιπόσαρκος άντρας με ασκητική γενειάδα, δίπλα του μια σακούλα με γιαούρτια και χυμούς. Δεξιά μας στην αρχή ήταν μια κοπέλα μόνη, σιγά σιγά ήρθαν οι φίλοι της, ζευγάρια στην ηλικία της. Είχε γενέθλια.
Μπροστά μας ήρθε ένα ζευγάρι με ένα καρότσι με γρήγορες και σίγουρες κινήσεις ξετύλιξαν τα πράγματα, άπλωσαν τα ξύλινα μέρη τα συνδύασαν με τα πάνινα, ο άντρας βίδωνε και η γυναίκα βοηθούσε διακριτικά.
Το κανάλι είχε πολύ κίνηση, μεγάλα σκάφη με κουδουνισμένους από τον ήλιο τουρίστες στις πλαστικές καρέκλες, αλλά και πολλά ιδιωτικά πολυτελή γιοτ. Αυτάρεσκα περιφερόμενα βλέμματα, ο πλούτος έχει σχεδόν πάντα την ίδια κουρασμένη και κενή όψη. Μια κοπέλα μας φωτογράφισε αδιάφορα, το κορίτσι που είχε γενέθλια τής έτεινε τεντωμένο το μεσαίο δάκτυλο.
Εν το μεταξύ το ζευγάρι, ήταν αφοσιωμένο στη συναρμολόγηση, τους πήρε περίπου 40 λεπτά. Ο άντρας το έλεγξε προσεκτικά γύρω γύρω, κοιτάχτηκαν και με συγχρονισμένες κινήσεις το έριξαν στο νερό και μπήκαν μέσα. Τους χειροκροτήσαμε, ξαφνιάστηκαν, μας χαμογέλασαν και έφυγαν κωπηλατώντας.



Η φωτοτυπία
Βράδυ ποδοσφαίρου και τα μπαρ του δρόμου γεμάτα. Και οι δυο τους γύρω στα είκοσι, το κορίτσι με ξανθά μαλλιά και αφέλειες κρατούσε τις μικρές αφίσες και το αγόρι πέρναγε την κόλλα. Πλησίασα το νωπό ακόμα χαρτί φωτοτυπίας, γράμματα με μαρκαδόρο και στο κέντρο μια α/μ φωτογραφία, σε ένα καναπέ ξαπλωμένη μια ξανθιά κοπέλα με αφέλειες και μπροστά της καθιστός στο πάτωμα ένας νέος και οι δυο κοιτούσαν το φακό. Σε τρεις μέρες έπαιζαν μουσική σε κοντινό μαγαζί.



Το παράθυρο με τις γλάστρες
Το συλλαλητήριο ήταν μεγάλο, όχι τόσο για τα νέα οικονομικά μέτρα όσο γι’ αυτά που προαισθάνονταν όλοι ότι θα ακολουθήσουν. Οι περισσότεροι δρόμοι του κέντρου ήταν αποκλεισμένοι, καθόλου αυτοκίνητα και ελάχιστοι κίνηση από ποδήλατα και πεζούς.
Έψαχνα ένα βιβλιοπωλείο, το ψιλόβροχο γυάλιζε τις λειασμένες πέτρες του δρόμου, σχεδόν είχα φτάσει όταν με την άκρη του ματιού κατάλαβα ότι κάποιος με κοιτάζει, γύρισα αυτόματα δεξιά. Το μεγάλο παράθυρο του ισογείου ήταν ανοικτό και το πρεβάζι ήταν γεμάτο με χρωματιστές γλάστρες. Ήταν ηλικιωμένη, τα μαλλιά της λευκά φορμαρισμένα, τα χέρια της ακουμπισμένα ανάμεσα στις γλάστρες. Μόλις που πρόλαβα να ανταποδώσω το λαμπερό της χαμόγελο.



Στην παραλία
Carnival festival, πολυεθνικό φεστιβάλ από τα μεγαλύτερα της πόλης. Χιλιάδες άνθρωποι τριγύριζαν στα περίπτερα, έπιναν μπίρες στο χορτάρι, χάζευαν τις συναυλίες και τους περφόρμερ. Αυτός φορούσε βερμούδα, χρωματιστό πουκάμισο και γυαλιά ηλίου, ήταν ακουμπισμένος στους αγκώνες και ξαπλωμένος στην πετσέτα θαλάσσης. Δίπλα του ένα τεράστιο μαγνητόφωνο, από τα παλιά του ’80. Κοιτούσε σταθερά μπροστά, ακίνητος σαν φωτογραφία, αυτόνομος στα δύο τετραγωνικά μέτρα που του αντιστοιχούσαν. Τριγύρω του χαμός από κόσμο και μουσικές.
Τον κοιτούσα τακτικά μέχρι που νύχτωσε και έσβησε απ’ το φως των προβολέων που φώτισαν τη διπλανή σκηνή.



Γερμανία-Γκάνα 1-0
Σαν ποτάμι χυνόταν το φως της δύσης στο δρόμο και πάνω μας, φωτίζοντας εφαπτομενικά τις παλιές προσόψεις. Ήμασταν στο μοναδικό καφέ που θα μπορούσε να μην βλέπει ποδόσφαιρο. Όμως την τελευταία στιγμή έβγαλαν μια παλιά τηλεόραση βαμμένη με χρυσό σπρέι. Κόντρα στο φως στην αρχή δεν βλέπαμε τίποτα. Η Αφρικανική ομάδα, η έκπληξη του μουντιάλ, έπαιζε πολύ καλά.
Οι μόνοι που δεν παρακολουθούσαν καθόταν πίσω μας. Ήταν μια γλυκιά κοπέλα, δημοσιογράφος μάλλον, που έπαιρνε συνέντευξη από έναν νέο Αμερικανό μουσικό. Δεν είχε μαγνητόφωνο, κρατούσε που και που σημειώσεις. Οι ερωτήσεις της χαμηλόφωνες μόλις που προλάβαιναν να διατυπωθούν. Ο μουσικός, χείμαρος, μιλούσε συνεχώς για τον εαυτό του, την οικογένεια του, τη ζωή στην Αμερική, σχεδόν φώναζε αγχωμένα. Η κοπέλα χάζευε τριγύρω, μουτζούρωνε τα χαρτιά της, έμοιαζε να βαριέται. Την γλίτωσε το γκολ, όλη η πόλη αντήχησε από τις κραυγές. Τότε μόνο τινάχτηκε λίγο και ρώτησε τη συμβαίνει.



TOILETTE
Στην κορφή του λόφου είναι το μεγάλο, μακρόστενο και ελαφρά καμπύλο κτίριο, άριστα συντηρημένο. Φροντισμένοι και οι κήποι που με πεζούλες κατεβαίνουν προς το μεγάλο πάρκο. Οι τουρίστες κουρδισμένοι τριγυρίζουν αλληλοφωτογραφιζόμενοι στο θερινό ανάκτορο της Πρωσικής αυτοκρατορίας. Τόπος νεκρός εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες, συντηρείτε για να βλέπετε.
Αποφορτισμένος ο χώρος από το όποιο ιστορικό του βάρος και με τα αρχιτεκτονικά του χαρακτηριστικά μνημειακά μεν αλλά αδύναμα να διασχίσουν το μελλοντικό χρόνο, επιδεικνύει την υπερβολή του πλούτου και της δύναμης – άδειο γράμμα σε μια εποχή που αφενός έχει ξεπεράσει τις αυτοκρατορίες και αφετέρου έχει τα δικά της μνημεία ξιπασιάς και ματαιοδοξίας. Κέλυφος κενό το παλάτι λοιπόν, νεκρός χώρος και νεκρός χρόνος, ίσως τέλειο σκηνικό για ταινίες εποχής.
Φεύγοντας κοντοστάθηκα στην πίσω πλευρά που ήταν λίγο αφημένη. Πίσω από μια μισάνοιχτη πόρτα με την μπογιά ξεφλουδισμένη, καθόταν μια γυναίκα με στολή καθαρίστριας με τα χέρια ακουμπισμένα στα πόδια της. Στο τζάμι μια μικρή πινακίδα έγραφε TOILETTE.



Δίπλα στο κανάλι
Περπατώ δίπλα στο κανάλι. Το νερό βουβό και ακίνητο καθρεφτίζει τις ήσυχες προσόψεις των πενταώροφων κτιρίων. Οι περισσότερες απαλλαγμένες από τη μπαρόκ νεοκλασικότητα των δυτικών μητροπόλεων. Οι προσόψεις αυστηρές και αρχιτεκτονημένες, σαν μουσική γραμμένη σε κάνναβο υπακούουν σε έναν εσωτερικό ρυθμό. Μεγάλα παράθυρα με λευκά κουφώματα και δυο χρώματα στους τοίχους. Λεπτές οι διαφορές του ενός κτιρίου από το άλλο, προϋποθέτουν το βλέμμα του θεατή να συμπληρώνει την έξυπνη σκέψη των σχεδιαστών.




«όλα είναι δρόμος»
Νησίδα ελευθερίας ο δρόμος, το πάρκο, η πλατεία, ο αστικός δημόσιος χώρος. Τόπος συνάντησης του ιδιωτικού με τον Άλλο, όπου η αυθάδεια, η αλληλεγγύη, ο ερωτισμός, δημιουργούν σχέσεις αδιαφορώντας για την προσομοιωμένη ζωή των hi-tech οικοσκευών.
Η βόλτα έξω είναι ανοικτή, όσο αντέχει ο καθένας, από τις μπίρες στο πάρκο μέχρι τη χωρίς όρια περιπλάνηση και τη βίωση της ζωής σαν αλήτικη φαντασμαγορία. Φυσικά γνώστες όλοι της ματαιόδοξης μυθοποίησης του ταξιδιού και του δρόμου από την τέχνη – εύκολος τρόπος φυγής από το αδιέξοδο ερώτημα της ύπαρξης.
Γοητευμένος απ’ αυτή τη χυμώδη και άτακτη αστική μυθολογία, αδυνατώ να συντονιστώ μαζί της – καταναγκασμένος ίσως, να κουβαλώ τον κυκλικό και άχρονο χρόνο του χωριού μου σαν μέτρο σύγκρισης και μόνιμης, έστω ασυνείδητης, αναφοράς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: