4 Σεπ 2011

20110826 2+1 φωτογραφίες και 2 κείμενα από το μαγαζί














7 αυγούστου
στο κατώφλι της Παναγιάς

Απόγευμα, κάθομαι στο κατώφλι της Παναγιάς και κοιτάζω για ώρα μπροστά και γύρω μου, η Κάτω Πλάτσα – ο κόσμος μου. Σ’ αυτό το κατώφλι επιστρέφω συνεχώς. Είναι σαν να μην έφυγα ποτέ. Και δεν το σκέφτομαι με νοσταλγία, μεγαλώνω αλλά ο χρόνος δεν έχει σημασία, συνεχώς ξανακοιτάζω με το παιδί που κουβαλώ μέσα μου. Από αυτό το πεζούλι φαίνονται όλα, 30 χρόνια πριν ή 30 μετά, αιώνες πριν ή αιώνες μετά. Χαρτογραφημένη η σκέψη μου, μπροστά μου ο φαρδύς δρόμος, στρωμένος με φθαρμένες - επιτέλους – τις μαρμάρινες πλάκες και άδειος από αυτοκίνητα τους καλοκαιρινούς μήνες. Διώροφες αναπαλαιωμένες ή όχι κατοικίες με κλειστά ισόγεια, πρώην καταστήματα· εκτός, από το κουρείο και το παντοπωλείο των γονιών μου, που από αδράνεια(;) είναι ακόμη ανοικτά. Ησυχία, που και που περνά κάποιος, 4 ηλικιωμένοι άντρες κάθονται, χωρίς πολλές κουβέντες, στις καρέκλες μπροστά στο μαγαζί μας. Τους φαντάζομαι ή καλύτερα τους θυμάμαι νέους και τον εαυτό μου παιδί. Περνούν 2 γυναίκες με ένα μωρό σε καρότσι. Ένας πιτσιρικάς με ποδήλατο κατεβαίνει τον πάνω δρόμο, ένας άντρας με βέσπα μπαίνει στο στενό δεξιά μου. Πάλι ησυχία. Δεξιά μου μια από τις 4 συκαμιές, τον νοέμβριο ήμουν εδώ όταν τις κλάδεψε το συνεργείο του δήμου, τώρα τα κλαδιά και τα φύλλα τους κρύβουν τον ουρανό, το ίδιο κάθε καλοκαίρι, πότε να τις φύτεψαν; Παράξενο, ποτέ πριν δεν το αναρωτήθηκα.
Ακούω την ησυχία και αυτό με βοηθά να ακούσω τις σκόρπιες σκέψεις μου. Εδώ στο κέντρο του κόσμου μου. Σ’ αυτό το μικρό κενό του χρόνου.




23 αυγούστου
ένα ήσυχο απόγευμα

Απόγευμα, νωχελική ησυχία στην πλάτσα, μόνο ο βοριάς ακουγόταν που κουνούσε τα φύλλα από τις συκαμιές. Νωρίς ακόμα και οι άνθρωποι ελάχιστοι, ούτε αυτοί που κάθονται συνήθως τριγύρω, μόνο ο πατέρας μου κι εγώ δεμένοι στις καρέκλες μας, στη σκιά, έξω από το μαγαζί. Ο κουρέας δεν έχει έρθει ακόμη. Λίγο παραπάνω στο στενό έχει κολώσει το αυτοκίνητο του ένας καλοκαιρινός γείτονας και το φόρτωνε αθόρυβα. Τέλος εποχής και οι ξένοι επιστρέφουν στα σπίτια τους, κάθε μέρα και κάποιος φεύγει. Ξαφνικά από την μεριά του αυτοκινήτου, μια δυνατή αντρική φωνή αντιλαλεί διαλύοντας την ησυχία: «Άει στο διάολο, γαμώ την πουτάνα μου!» «Είσαι καλά; Τι έπαθες;» η γυναικεία χαμηλόφωνη απάντηση και αμέσως στην ίδια ένταση «Φύγε από δω γαμώτο!» και αυτό ήταν, δεν ακούστηκε τίποτα άλλο. Για μια στιγμή τιναχτήκαμε, αλλά μέχρι να καταλάβουμε τι έγινε όλα ήταν όπως πριν· είχε ακουστεί η φωνή ή είχαμε λαλήσει από την αποχαύνωση;
Η γυναίκα έφυγε ο άντρας συνέχισε να φορτώνει, η απογευματινή ησυχία πυκνή, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Όταν τέλειωσε το φόρτωμα, το ζευγάρι έφυγε βόλτα με το μωρό τους στο καρότσι. Ο κουρέας ήρθε στην ώρα του, δυο ακόμη οικογένειες ετοίμαζαν τα αυτοκίνητα τους, παιδιά έπαιζαν τριγύρω, η ησυχία χάθηκε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: