13 Σεπ 2011

20110906 1 κείμενο από το πλοίο


παλιό σακάκι με άσπρες ραφές

Καθόταν ήσυχος στο τραπέζι του, τέντωνε το μέτωπο του, χαμήλωνε το βλέμμα και κοίταζε τριγύρω με ελαφρύ παιδικό χαμόγελο. Φορούσε ένα παλιακό, αλλά κομψό, σβησμένο γαλάζιο σακάκι με άσπρες ραφές στις τσέπες. Μαυριδερός σαν ντόπιος, απροσδιόριστη η ηλικία του αλλά σίγουρα πάνω από πενήντα, το κεφάλι του είχε παράξενο σχήμα πλακουτσωτό και μακρύ, τα μαλλιά του κοντά και γκρίζα. «Αξότης, νομίζω τον ξέρω, πρέπει να τριγυρίζει στη Χώρα» είπε η Κατερίνα.
Το πλοίο σταμάτησε στη Σύρο, πετάχτηκε από τη θέση του, βγήκαν αρκετοί επιβάτες και αυτοκίνητα. Ξεκινήσαμε, σε λίγο νάτος με λαμπερό βλέμμα στα μικρά του μάτια και πονηρό χαμόγελο, κρατούσε 2 μεγάλες σακούλες, η μια γεμάτη με κουτιά από λουκούμια και η άλλη ξέχειλη από χαλβαδόπιτες! Ο νεαρός από το διπλανό τραπέζι για λίγο ξέχασε τα ακουστικά του και τον κοίταξε με απορία.
Άφησε τις σακούλες στην διπλανή του καρέκλα και πήγε στο μπαρ, γύρισε γρήγορα με τα χέρια του γεμάτα με ένα μπουκάλι πορτοκαλάδα, 2 μπουκαλάκια νερό, και 2 μεγάλα μακρόστενα σάντουιτς! Το χαμόγελο και πάλι πονηρό, σαν παιδί που κατάφερε να κάνει ακόμη μια σκανταλιά. Ο νεαρός γούρλωσε τα μάτια του. Ήπιε πολύ γρήγορα την πορτοκαλάδα και σιγά σιγά έτρωγε το σάντουιτς, κάπου στα μισά σταμάτησε, έλαμψε πάλι το πρόσωπο του, σηκώθηκε γρήγορα και πήγε στο μπαρ. Επέστρεψε κρατώντας προσεκτικά ένα μεγάλο ποτήρι με μπίρα. Την επόμενη ώρα και μέχρι να φτάσουμε στην Πάρο, ήπιε την μπίρα, έφαγε το υπόλοιπο σάντουιτς, ήπιε το ένα νερό, έφαγε αργά το δεύτερο σάντουιτς και τέλος ήπιε και το άλλο νερό.
Μετά καθόταν πάλι ήσυχος. Σε λίγο κάποιος τον χαιρέτησε: «Που ήσουνα;» Γρήγορα γρήγορα, χωρίς κενά και παύσεις του είπε ότι είχε πάει στην Αίγινα να προσκυνήσει στον Άγιο Νεκτάριο, σήμερα θα μείνει στη Χώρα και αύριο θα περάσει για τη σύνταξη «έχουν περάσει 6 μέρες, μην πάει πίσω; Θα μου την κρατήσεις;» «Μη φοβάσαι, δεν πάει πίσω, έλα όποτε θέλεις» τον ησύχασε ο άνθρωπος που μάλλον ήταν ο ταχυδρόμος του χωριού του.
«Σας ενημερώνουμε ότι σε λίγα λεπτά το πλοίο φτάνει στο λιμάνι της Νάξου». Αμέσως φόρεσε στην πλάτη τον ταξιδιωτικό του σακίδιο, μεσαίου μεγέθους και καλής ποιότητας, νεανικός, ασυνήθιστος για ντόπιο, πήρε τις σακούλες του και έφυγε.
Κατεβήκαμε οι περισσότεροι, το πλοίο θα συνέχιζε. Σταμάτησα να φτιάξω τα πράγματα στο μηχανάκι, στεκόταν ακουμπισμένος σε μια κολόνα έξω από το στέγαστρο του σταθμού επιβατών, χαιρετούσε τους ντόπιους οδηγούς που έβγαιναν από το λιμάνι.

Μετά από δυο μέρες τον είδα στα βραχάκια της Αγίας Άννας, στους κέδρους που κάθονται πάντα 2-3 ντόπιοι άντρες με σκοτεινό βλέμμα και κοιτάζουν τους γυμνιστές. Φορούσε ένα κομψό μαγιό, το βλέμμα του δεν ήταν σκοτεινό, αλλά ούτε και παιδικό όπως στο πλοίο.   

Δεν υπάρχουν σχόλια: