. . .
Στην προεπιστημονική εποχή, όπου ο κόσμος των μορφών ήταν προικισμένος με μυστηριώδεις δυνάμεις, το ενδιαφέρον για τα φαινόμενα που τότε εθεωρούντο υπερφυσικά -και ο κόσμος ήταν φίσκα από υπερφυσικό- αντενεργούσε στο συναίσθημα μ' ένα ενδιαφέρον που ως ενήλικοι δε νιώθουμε πλέον. Η απώλεια του υπερφυσικού μας απομάκρυνε από τον κόσμο εκείνων των μορφών που δεν έχουν ανθρώπινη αιτιότητα. Μεταξύ του υπερφυσικού και του ανθρώπου υπήρχε ένας δεσμός, μια ταυτότητα, που έκανε το συναίσθημα να πάλλεται. Έπαιρναν την κίνηση (κεραυνό ή έκλειψη) για σημάδι μιας επιθυμίας που μιλούσε σε μιαν άλλη επιθυμία, τη δική μας· ζούσαμε πολύ κοντά στο θείο. Τότε δεν υπήρχε κόσμος μη-ανθρώπινος, αλλά μόνο κόσμος υπερανθρώπινος, κι ανάμεσα στους δύο κόσμους υφίστατο απλώς διαφορά βαθμού. Η επιστήμη ήρθε να ανατρέψει τις αντιλήψεις αυτές. Το υπερφυσικό ασυνείδητα μεταμορφώθηκε σε μη-ανθρώπινο. Το γνωστό, διότι το γνωστέο περιορίστηκε, διεύρυνε το άγνωστο, ο άνθρωπος εφήυρε τον ανθρωπισμό, το μέτρο του αθρώπινου ορίου. Η σωκρατική φιλοσοφία πλουτίστηκε έτσι με μια συμπληρωματική συναισθηματική στάση. Ο άγνωστος και μη-ανθρώπινος κόσμος λησμονήθηκε· κάθε επαφή μαζί του χάθηκε.
Νικόλας Κάλας
από το βιβλίο ΕΣΤΙΕΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ
εκδόσεις GUTENBERG
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου