26 Νοε 2007

ΦΩΤΑ10 12|07 κείμενα


οιεναλλακτικοίτουρίστεςκαιηελεύθερηκατασκήνωση...
α.
Ξεχνούν, για λίγο, την αστική τους μυθολογία
Γυμνοί στον ήλιο
ψήνονται από φως και πάθος
ο Τόπος δεν τους αφορά
η παραλία, μια ταβέρνα κι ο διάχυτος ερωτισμός αρκούν
Το νησί είναι το σκηνικό της καλοκαιρινής τους, προγραμματισμένης, απείθειας
Γυρίζουν στις εργασίες και τα μεταπτυχιακά τους ενθουσιασμένοι
βάζοντας στον καφέ τους την ίδια ζάχαρη.
β.
Εξαφανίζονται μέσα στο νησί
αποζητώντας να τους καταπιεί
Ζουν με τις αισθήσεις
σε μια απελπισμένη προσπάθεια
να ανασάνουν μαζί με το χώμα και την πρωινή δροσιά
Όταν το Φθινόπωρο, αγγίξει τις πληγές τους
ξαναγυρίζουν εκεί που ανήκουν
στις νεραντζιές της γειτονιάς τους.
γ.
Θέλουν να γίνουν ντόπιοι
Αν δεν έχουν τίποτα να χάσουν
μπορεί και να τα καταφέρουν
Συνήθως είναι ξένοι
αλλού στοίχειωσαν τα όνειρα τους
Οι παιδικές τους μνήμες δεν μυρίζουν αγριόκρινα.






Εδώ θα πάμε για μπάνιο, εκεί θα φάμε
Εδώ έχει μια πηγή, εκεί ο ήλιος πέφτει στη θάλασσα.
Σε λίγες μέρες ο Τόπος έχει κοπεί σε εικόνες
Σ’ αυτά που μπορούμε να αναγνωρίσουμε
αυτά που συμφωνούν με όσα ήδη γνωρίζουμε.





Ο Χρόνος γίνεται Χώρος
Δεν έχει σημασία ο τόπος και το γεγονός, συνήθως δεν συμβαίνει τίποτα, σαν να απαθανατίζεται συνεχώς το ίδιο. Αυτό που υπάρχει, αν υπάρχει, αφήνει το ίχνος του.
Στα όρια του εφικτού και της φωτογραφικής τεχνολογίας, ο Χρόνος γίνεται Χώρος. Η φωτογραφία εικονίζει τα όρια και ο Παρατηρητής καλείται να περιπλανηθεί εντός της.
συνεχίζεται



Δεν βλέπω τίποτε άλλο εκτός από τον εαυτό μου
Τα γλειμμένα, ογκώδη βράχια στον προφήτη Ηλία
οι πικροδάφνες και τα κυκλάμινα στον άγιο Αρτέμιο
τα ξερά στάχυα, οι μυρμηγκοφωλιές, οι σαύρες, τα αλμυρίκια
Δεν υπάρχουν σαν Αυτά τα Ίδια
σαν αυτά που Είναι
κοιτώντας τα, αφουγκράζομαι την αναπνοή μου.



Ήσυχα δράματα
Που αργολιώνουν τα βράδια
Σε καλοκαιρινά τραπεζάκια
Παρέες, παρέες
Αναβοσβήνουν τη σκέψη τους
Τη σκέψη τους;
Ψάχνοντας ταλαιπωρημένοι
το μίτο που τους συνδέει
Περπατούν στους φωτισμένους δρόμους
στο σχολείο έμαθαν γραφή και ανάγνωση;
Ξέρουν να στοιχίζουν τα γράμματα
Αλλά, αλλιώς λάμπουν τα μάτια τους
κι αλλιώς φιλούν στα χείλη
Αλλιώς αγγίζουν τα ζεστά χέρια τους
Κι αλλιώς ταιριάζουν τις λέξεις
Κοιμούνται σαν ήρωες
Και ξυπνούν ντροπιασμένοι
Έτοιμοι να αντέξουν ακόμη μια μέρα.




Ψάχνουμε στη γεωγραφία και αναζητούμε τόπους ανέγγιχτους από τον τουρισμό. Απομακρυσμένες περιοχές, φτωχές, με ανθρώπους αυτάρκεις, δεμένους με τις κλειστές κοινωνίες τους. Είμαστε εναλλακτικοί ταξιδιώτες, αρωγοί οργανώσεων και προγραμμάτων...
Όσο οι ντόπιοι, είναι εγκλωβισμένοι στον τόπο τους, ‘’ανακαλύπτουμε’’ την ομορφιά τους.
Θέλουμε μια γραφικότητα χωρίς συνείδηση, για προσωπική χρήση.





...Οι ντόπιοι, όμορφοι άνθρωποι, φιλόξενοι, με λαμπερά μάτια και σκληρά από το μόχθο χέρια, που αγαπούν τον τόπο τους και συνεχίζουν μια δύσκολη ζωή...
Οι φωτογραφίες κατασκευάζουν μια πραγματικότητα που δεν υπήρξε ποτέ, ή είναι η νοσταλγία ενός μυθοποιημένου παρελθόντος. Οι Τόποι και οι Άνθρωποι, γίνονται αρχέτυπα γραφικότητας, ασφαλείς, ακίνδυνες, αναλώσιμες εικόνες.
Ας τους αφήσουμε στην Ησυχία τους.
Παρά την σχεδόν ολική καταστροφή –ο Άγιος Τουρισμός- μένουν μερικές εστίες αναλλοίωτες όπου οι άνθρωποι, χωρίς λόγο, ζουν και εργάζονται σχεδόν όπως οι πρόγονοι τους.

Οι ντόπιοι σαν συντηρημένα απομεινάρια κιόνων, παριστάνουν τον εαυτό τους. Μόλις που διακρίνεται ο αχός της νιότης τους, καθώς επαναλαμβάνουν τις ίδιες κουβέντες, την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος.
Όταν κοπάσει ο τουρισμός, στους έρημους μήνες του χειμώνα, ο χρόνος ορίζεται από τους θανάτους. Οι καλοκαιρινές κηδείες, στριμωγμένες ανάμεσα σε πανηγύρια, γάμους και γιορτές αυτοθαυμασμού και τόνωσης του τοπικιστικού φρονήματος, ξεχνιούνται γρήγορα. 
Μαζεύονται σιγά σιγά οι χωριανοί στα λιτά κοιμητήρια, ο ένας δίπλα στον άλλον, στους μαρμάρινους τάφους, που από τις τραχιές πλαγιές κοιτάζουν το πέλαγος.





Υπάρχει πάντα η ομορφιά, που σαν έκπληξη σκάει ξαφνικά μπροστά μας και νιώθουμε ότι στο βάθος, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Περπατάμε αιωρούμενοι, νιώθοντας την ακατέργαστη χαρά της παιδικής μας ηλικίας.
Το νησί σαν μαγεμένο, σαν δώρο χωρίς αποστολέα και παραλήπτη, μας εκπλήσσει συνεχώς.

Κάθε πρωί του χειμώνα, το πρώτο φως καθαγιάζει το νησί, φωτίζει τις βραχώδεις κορφές, τις ξερές πλαγιές με τα γαϊδουράγκαθα, τους μικρούς χέρσους κάμπους, τα έρημα χωριά, τις άδειες βεράντες των κλειστών ξενοδοχείων, τις επιγραφές rooms to let, τα αλμυρίκια, τις μπαζωμένες παραλίες, τις γριές και τις γάτες που χασμουριούνται στα πεζούλια. Μπαίνει από τις τζαμαρίες των καφενείων και φωτίζει τα πρόσωπα των γέρων που βλέπουν τηλεόραση, διαπερνά τις κουρτίνες και ξυπνάει τη δασκάλα και τους πέντε μαθητές της...




τατζιπτουσαββατοκύριακου

Μαύρο
με τζάμια φιμέ
Λάμπει στο χλωμό φθινοπωρινό φως
καθώς αποβιβάζεται στο λιμάνι
Το συναντάς παντού
στη φτενή άσφαλτο τριγύρω από τη Χώρα
στους ατελείωτους χωματόδρομους
στις νοτισμένες αμμουδιές
Μόλις που προλαβαίνεις να διακρίνεις
τη σιγουριά στο κενό βλέμμα
το ελαφρά ανασηκωμένο πρόσωπο
τη διάχυτη περιφρόνηση
τα ρούχα εκδρομής.
Καθώς το τεχνολογικό αυτό θαύμα
προσπερνά τα τοπία του ελάχιστου
με τους ασπάλαθους και τα σπάρτα
τα πρόβατα και τα κατσίκια
Τους ανθρώπους της ανάγκης
με τα γαϊδούρια και τα σκουριασμένα φορτηγάκια
το νησί, σαν λάθος
φτύνει τη σκόνη του.





Έρκουνται όλοι και με βγάλουν φωτογραφίες, τις βάζουνε στα περιοδικά, τα κονομάνε αυτοί, αλλά εγώ δε βγάζω τίποτις. Πέντε χιλιάρικα σε δραχμές τι μέρα, θέλουν για κριθάρι τα ζα.
Μ’ αρέσει να τα κοιτάζω να πετάνε. Κάνουν μερικούς κύκλους και μετά κατεβαίνουν.
Τελειώνω τη δουλειά μου στις τρεισήμισι και σε πέντε λεπτά είμαι στη θάλασσα.
Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο. Εδώ και δέκα χρόνια άραξα στο νησί.
Δεν μιλάω σε κανένα.
Μη ξαναβάλεις μωρή τ’ όνομα του δημάρχου στο στόμα σου!
Θα ακολουθήσει κατάθεση στεφάνων. Ο Διοικητής του Λιμενικού Σταθμού Χώρας.
Καλέ, ακόμα φωτογραφίες τραβάτε;
Θα φέρουμε άλογα και ποδήλατα.
Αυτό που βλέπετε λέγεται πατητήρι, εδώ πατούσαν τα σταφύλια.
Από σπίθκια εδώ, άλλο τίποτις.
Πόσοι μένετε εδώ;
Δεκαπέντε. Αθρώποι ε, όχι οικογένειες.
Τρεισήμισι χιλιάδες αμνοερίφια είχε το νησί.
Μπήκαμε σε ένα πρόγραμμα της Περιφέρειας και γι’ αυτό φτιάχνονται οι δρόμοι.
Οι αγιογραφίες είναι του 17ου αιώνα.
Νερά έχει παντού, μια τρύπα να ανοίξεις θα βρεις νερό.
Φέτος δεν ήβρεξε καθόλου και γι’ αυτό εν ήγινε τίποτις.
Τότε που ο Θεός ήφτιαξεν τον κόσμο, αλλού ήριχνε βροχή και ‘δω σε μας πέτρες.
Άντε βρε Γιάννη πότε θα παντρευτείς, να δουν κι οι δικοί σου κάνα εγγόνι;
Αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου!
Εις υγείαν!
Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία.
Με το καλό να ξανάρθετε, καλό ταξίδι και καλό χειμώνα.

Τρέχουν όλοι... Που θαρούνε ότι θα πάνε;
Γύρω γύρω θάλασσα είναι.