Ζεστό μεσημέρι, ο ήλιος καίει στις πέτρες. Μια γυναίκα καθαρίζει μαστίχη στο πεζούλι του σπιτιού της. Ησυχία, ελάχιστοι άνθρωποι, περνάει το αυτοκίνητο του μανάβη. Από το μεγάφωνο δυνατά η φωνή του, σπάει τη νωθρή ησυχία.
"Πιο χαμηλά" του λέω.
"Είναι γέροι δεν ακούνε".
Πολλά αναπαλαιωμένα κτίρια, πολλά ερείπια, πολύ σκληρή πέτρα. Το καφενείο και η ταβέρνα άδεια, μόνο τα παιδιά του ταβερνιάρη έτρωγαν στο τραπέζι κάτω από το παράθυρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου