Ανέφελη νύχτα και ο καιρός ακόμα ζεστός. Bγήκαμε να περπατήσουμε. Η Σταυρούλα ήθελε να ξεκινήσουμε από τη γειτονιά της γιαγιά της στην παλιά πόλη. Στενοί, ήσυχοι δρόμοι, παλιές κατοικίες με κεραμίδια, ερείπια και καινούργια βιαστικά τριώροφα. «Να το μπακάλικο του Τζάνε που ψώνιζε η γιαγιά, κι αυτό εδώ ήταν το σπίτι της, το απέναντι πάνε χρόνια που κάηκε, πριν έμενε μια πολύ παράξενη γυναίκα. Αυτό είναι το εκκλησάκι της Αγίας Αικατερίνης, στο σεισμό σε ένα λυόμενο στην αυλή ήταν το νηπιαγωγείο μας και πίσω από τη μεγάλη ελιά κάναμε τσίσα! τα κάγκελα τα έβαλαν τώρα», περπατούσαμε αργά δίπλα σε σπίτια με πεζούλια, μικρές βεράντες με γλάστρες, κήπους με γιασεμιά και τριανταφυλλιές και μαντρότοιχους με περιβόλια. Αλλά και δίπλα σε αυτοκίνητα, μηχανάκια, μπάζα και σκουπίδια. Θραύσματα της παλιάς γειτονιάς, αιωρούμενες μνήμες και μυρωδιές ενός αυτοσχέδιου δημόσιου χώρου, μιας σκηνής που ο καθένας ήξερε το ρόλο του.
Περάσαμε μπροστά από το φωταγωγημένο(!;) νεκροταφείο, από το μοναστήρι των Καλογραιών και τα περιφερειακά του κτίρια, μετά διασχίσαμε γρήγορα το κέντρο με τον πεζόδρομο και τις super καφετέριες – το νέο δημόσιο χώρο της πόλης - και μπήκαμε στο πάρκο του ΟΣΕ. Ησυχία και εγκατάλειψη. Όλα φθαρμένα και αφημένα στην εντροπία του χρόνου. Βγήκαμε στο εμπορικό λιμάνι και μετά στη μαρίνα με τα σκάφη. Κοίταξα τον ουρανό, είχαν μαζευτεί σύννεφα που έτρεχαν προς τη Μεσσηνιακή Μάνη. Για λίγο έκρυψαν τη Σελήνη.
Περάσαμε μπροστά από το φωταγωγημένο(!;) νεκροταφείο, από το μοναστήρι των Καλογραιών και τα περιφερειακά του κτίρια, μετά διασχίσαμε γρήγορα το κέντρο με τον πεζόδρομο και τις super καφετέριες – το νέο δημόσιο χώρο της πόλης - και μπήκαμε στο πάρκο του ΟΣΕ. Ησυχία και εγκατάλειψη. Όλα φθαρμένα και αφημένα στην εντροπία του χρόνου. Βγήκαμε στο εμπορικό λιμάνι και μετά στη μαρίνα με τα σκάφη. Κοίταξα τον ουρανό, είχαν μαζευτεί σύννεφα που έτρεχαν προς τη Μεσσηνιακή Μάνη. Για λίγο έκρυψαν τη Σελήνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου