Κατηφορίσαμε στο ρέμα. Το νερό παγωμένο και πεντακάθαρο έτρεχε γρήγορα προς την απόκρημνη παραλία του Βάτου. Περπατώντας πάνω στα γλειμμένα βράχια περάσαμε απέναντι και μετά από μερικές ώρες κοπιαστικής ανάβασης, ψάχνοντας το μάλλον ανύπαρκτο μονοπάτι και συναντώντας συνεχώς κατσίκια, φτάσαμε στο σπιτάκι - καταφύγιο. Ένα μικρό πέτρινο δωμάτιο οχυρωμένο γύρω από τα βράχια και εφοδιασμένο με δύο κρεβάτια, κουβέρτες και αρκετές προμήθειες. Καθίσαμε έξω στο τραπέζι, φάγαμε παξιμάδια με ελιές και αδειάσαμε ένα μισογεμάτο πλαστικό με κόκκινο κρασί. Άπνοια. Τριγύρω το τοπίο σχεδόν παρθένο, ήχοι μόνο από τα ζώα και τα πουλιά που σιγά σιγά έσβηναν μέσα στη νύχτα που ερχόταν. Ένας πραγματικός κόσμος από δεκάδες μικρούς και μεγάλους οργανισμούς που ζουν εδώ ερήμην του ανθρώπου, ετοιμαζόταν να κοιμηθεί.
Στο βάθος η θάλασσα, τα φώτα της Λήμνου και τα ελάχιστα φώτα της Ίμβρου. Πίσω μας ο Πολικός Αστέρας. Βρήκαμε ένα μικρό ραδιόφωνο που του βάλαμε μπαταρίες και τριγυρίσαμε τα FM, Ελληνικά και Τούρκικα τραγούδια ανακατωμένα. Το κλείσαμε. Ησυχία. Που και που κανένα βέλασμα. Τινάξαμε δυο κουβέρτες και κοιμηθήκαμε.
Στο βάθος η θάλασσα, τα φώτα της Λήμνου και τα ελάχιστα φώτα της Ίμβρου. Πίσω μας ο Πολικός Αστέρας. Βρήκαμε ένα μικρό ραδιόφωνο που του βάλαμε μπαταρίες και τριγυρίσαμε τα FM, Ελληνικά και Τούρκικα τραγούδια ανακατωμένα. Το κλείσαμε. Ησυχία. Που και που κανένα βέλασμα. Τινάξαμε δυο κουβέρτες και κοιμηθήκαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου