23 Οκτ 2008

ΦΩΤΑ 11 Χάνι Μπαλτά - Προυσός Ευρυτανίας


Ανεβοκατεβαίνοντας δασωμένα βουνά με τον ουρανό φορτωμένο σύννεφα, φτάσαμε στα Μπαλτέικα. Τα δέντρα ακόμη έσταζαν από την πρωινή βροχή· κρύο και υγρασία. Το σπίτι είναι σφηνωμένο στην κορφή μιας ρεματιάς πάνω στο παλιό μονοπάτι για το μοναστήρι του Προυσού. Χτυπήσαμε δυνατά την πόρτα, μας άνοιξε με καθυστέρηση η κυρία Λαμπρινή και μας οδήγησε στο κουζινάκι. Ο άντρας της ο Γιάννης Μπαλτάς, ήταν ξαπλωμένος στο μικρό ντιβάνι δίπλα στο τζάκι. Σηκώθηκε με μια γρήγορη κίνηση. Το πουκάμισο και το σακάκι του ατσαλάκωτα, τυφλός εδώ και χρόνια, είναι αφημένος στη φροντίδα της Λαμπρινής. Τις επόμενες ώρες με κάστανα, καρύδια και ζεστό τσίπουρο με μέλι, δίπλα στο τζάκι – “όλοι έχουν περάσει από αυτό το τζάκι, από τη βασίλισσα Φρειδερίκη μέχρι το Μητσοτάκη και τη Ντόρα” - ακούσαμε σκληρές ιστορίες από τη ζωή τους. Το σπίτι μέχρι πρόσφατα ήταν χάνι από εδώ περνούσαν όλες οι στράτες για το μοναστήρι και εδώ ήταν η τελευταία στάση των προσκυνητών και των ζώων τους.
Ο Γιάννης αφηγείται και ταυτόχρονα με τα σβηστά του μάτια ξαναζεί τα γεγονότα. Στο τέλος, μας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τον παιδικό του τρόμο για το φούσκωμα του ποταμού, τα νερά που κατέβαιναν ορμητικά παρασύροντας ένα μεγάλο πλάτανο και τα κρατς, κρατς, από τα κλαδιά που έσπαγαν.
Βγήκαμε έξω. Η Λαμπρινή έστειλε με την τροχαλία τον κουβά κάτω στην πηγή. Τη βοήθησα να τον τραβήξει πάνω, ”Καλά περνάτε;” - η ανόητη ερώτηση μου.
“Όχι, δεν περνάμε καλά, πως να περνάμε μονάχοι μας σ’ αυτή την ερημιά; όλα τα κάνω μόνη μου, στις κόρες δεν λέω τίποτα για να μην τις στενοχωρώ”.

Δεν υπάρχουν σχόλια: