Για άλλη μια φορά κάθομαι στην κορυφή του βραχώδους Προφήτη Ηλία, σε ένα από τα νοτιότερο σημείο του νησιού. Φυσάει ένας κρύος βοριάς, είμαι στην τσιμεντένια ταράτσα της εκκλησίας, ανάμεσα στις τρεις κεραίες κινητής τηλεφωνίας και το φωτιζόμενο σταυρό. Κοιτάζω βόρεια. Από κάτω χάσκει το παλιό νταμάρι απ’ το οποίο για δεκαετίες έκοβαν πέτρες και με μουλάρια τις μετέφεραν στην Καλαμωτή. Μπροστά μου ο λόφος και το εκκλησάκι του Αγίου Ισιδώρου και ο κάμπος γεμάτος αμπέλια, ελιές, συκιές, μποστάνια, και θερμοκήπια. Στο βάθος τα χωριά Πατρικά και Κοινή και στον ορίζοντα πάνω από το φράγμα που κατασκευάζεται στο χείμαρο, το Θολοποτάμι. Βορειοδυτικά τα Αρμόλια και το κάστρο των Απολίχνων. Δυτικά, εκατοντάδες μαστιχόδεντρα τριγύρω από το μεσαιωνικό πύργο στην περιοχή Δότια και ανάμεσα τους πίσω από τα βουνά, το Πυργί.
Γυρίζω προς το νότο, το νησί πέφτει στη θάλασσα. Στη νοτιοανατολική πλαγιά του βουνού το στρατιωτικό φυλάκιο και παρακάτω, ταλαιπωρημένη από την επιπόλαιη τουριστική ανάπτυξη, η αμμουδιά της Κώμης. Από κάτω μου τα ερείπια του ναού της Αθηνάς, και μεγάλα βράχια που κατρακυλώντας φτάνουν στο κλειστό λιμανάκι του Εμπορειού, - παλιά σκάλα στη ρότα των πλοίων για τη Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη. Δίπλα του η εμβληματική παραλία Μαύρα Βόλια.
Τέλος, παντού η θάλασσα. Δύο εμπορικά πλοία περιμένουν δεμένα και στο βάθος οι ακτές της Ικαρίας, της Σάμου και της Μικράς Ασίας, σήμερα που φυσάει διακρίνονται καθαρά. Στα δύσκολα χρόνια της Γερμανικής κατοχής πολλοί Χιώτες πέρασαν με βάρκες απέναντι στον Τσεσμέ. Τώρα συμβαίνει το ανάποδο. Απελπισμένοι πρόσφυγες έρχονται με βάρκες και φουσκωτά στη Χίο, την Ελλάδα, την Ευρώπη. Όσοι τα καταφέρουν...
Στεριά και θάλασσα, ένας ολόκληρος κόσμος τριγύρω μου, -ο τόπος που μεγάλωσα-, ο βοριάς μου παγώνει το πρόσωπο. Κοιτάζω τη μικρή γυμνή συκιά που με πείσμα βγαίνει από τον τοίχο της βεράντας.
Γυρίζω προς το νότο, το νησί πέφτει στη θάλασσα. Στη νοτιοανατολική πλαγιά του βουνού το στρατιωτικό φυλάκιο και παρακάτω, ταλαιπωρημένη από την επιπόλαιη τουριστική ανάπτυξη, η αμμουδιά της Κώμης. Από κάτω μου τα ερείπια του ναού της Αθηνάς, και μεγάλα βράχια που κατρακυλώντας φτάνουν στο κλειστό λιμανάκι του Εμπορειού, - παλιά σκάλα στη ρότα των πλοίων για τη Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη. Δίπλα του η εμβληματική παραλία Μαύρα Βόλια.
Τέλος, παντού η θάλασσα. Δύο εμπορικά πλοία περιμένουν δεμένα και στο βάθος οι ακτές της Ικαρίας, της Σάμου και της Μικράς Ασίας, σήμερα που φυσάει διακρίνονται καθαρά. Στα δύσκολα χρόνια της Γερμανικής κατοχής πολλοί Χιώτες πέρασαν με βάρκες απέναντι στον Τσεσμέ. Τώρα συμβαίνει το ανάποδο. Απελπισμένοι πρόσφυγες έρχονται με βάρκες και φουσκωτά στη Χίο, την Ελλάδα, την Ευρώπη. Όσοι τα καταφέρουν...
Στεριά και θάλασσα, ένας ολόκληρος κόσμος τριγύρω μου, -ο τόπος που μεγάλωσα-, ο βοριάς μου παγώνει το πρόσωπο. Κοιτάζω τη μικρή γυμνή συκιά που με πείσμα βγαίνει από τον τοίχο της βεράντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου