Στην άλλη άκρη του συρμού, ο ελεγκτής διαβάζει ένα χοντρό λογοτεχνικό βιβλίο. Οι επιβάτες αφημένοι στις σκέψεις τους δεν προσέχουν έξω την νύχτα που έτσι κι αλλιώς έρχεται από σταθμό σε σταθμό. Κιλκίς, λίμνη Δοϊράνη, Μουριές και τέλος Ροδόπολη. Εδώ κατεβαίνω για να περάσω τη νύχτα. Μεγάλο χωριό, κολλημένο στον κάμπο της Κερκίνης, στη σκιά του όρους Μπέλες, που σαν τεράστιο βουβό τείχος χωρίζει την Ελλάδα από τη Βουλγαρία. Σπίτια με κήπο, περίφραξη και γεωργικά μηχανήματα, τρεις-τέσσερις ταβέρνες και ψησταριές, δύο μπαράκια και πλατεία με άγαλμα.
Το βράδυ άπνοια και ησυχία. Κατηφορίζω προς τις γραμμές του τρένου. Ακούω την αναπνοή μου και τα βήματά μου στο δρόμο. Σφίγγομαι μέσα στα ρούχα μου από το κρύο και την υγρασία «Και εγώ παιδάκι μου και οι περισσότεροι στο χωριό υποφέρουμε από ρευματισμούς» μου είπε πριν λίγο η κυρία Μαριάνθη που με φιλοξενεί. Στην πλατεία ερημιά και ξερά πλατανόφυλλα. Μια κοπέλα μιλάει στο καρτοτηλέφωνο μάλλον με Βουλγαρία. Δίπλα είναι ο σταθμός του τρένου, δυο κορίτσια του σχολείου κουβεντιάζουν λάμποντας για έναν συμμαθητή τους: «Κάνει τέλειο μασάζ, είναι super, μασάζ να τον αφήσεις να σου κάνει, τίποτα άλλο όμως!» Την ησυχία και τις σκόρπιες κουβέντες σπάει από μακριά ο ήχος του τρένου, ξαφνικός και δυνατός σαν σεισμός. Σε λίγο ένα intercity περνάει σφυρίζοντας χωρίς να σταματήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου